ὀλβοδότης: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olvodotis | |Transliteration C=olvodotis | ||
|Beta Code=o)lbodo/ths | |Beta Code=o)lbodo/ths | ||
|Definition=ου, Dor. | |Definition=ου, Dor. [[ὀλβοδότας]], α, ὁ, [[giver of bliss]] or [[giver of wealth]], E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 ([[ὀλβιότα]] Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [[ὀλβοδότις]], ιδος, ib.27.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλβοδότης:''' ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur. | |elrutext='''ὀλβοδότης:''' ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) [[податель счастья]] Eur. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀλβο-[[δότης]], ου,<br />[[giver]] of [[bliss]], of [[good]] or [[wealth]], like [[ὀλβιοδώτης]], Eur. | |mdlsjtxt=ὀλβο-[[δότης]], ου,<br />[[giver]] of [[bliss]], of [[good]] or [[wealth]], like [[ὀλβιοδώτης]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 4 April 2022
English (LSJ)
ου, Dor. ὀλβοδότας, α, ὁ, giver of bliss or giver of wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβοδότις, ιδος, ib.27.9.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.
Greek Monolingual
ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθοδότης.
Greek Monotonic
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει ευδαιμονία, αγαθά ή πλούτο, όπως το ὀλβιοδώτης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότης: ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur.
Middle Liddell
ὀλβο-δότης, ου,
giver of bliss, of good or wealth, like ὀλβιοδώτης, Eur.