губительный: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀΐδαλος]], [[ἀΐδηλος]], [[αἱματηρός]], [[ἄκαρπος]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀναρπάξανδρος]], [[ἀνδροφόνος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀραῖος]], [[ἀταρτηρός]], [[βλαβερός]], [[βριθύς]], [[δάϊος]], [[δήϊος]], [[δηλήμων]], [[διαφθαρτικός]], [[δύσφρων]], [[θανάσιμος]], [[θανατηφόρος]], [[θανατώδης]], [[θυμοραϊστής]], [[θυμοφθόρος]], [[λοίγιος]], [[λοιγός]], [[λυγρός]], [[νοσώδης]], [[ὀλέθριος]], [[ὀλόεις]], [[ὀλοιός]], [[ὀλόμενος]], [[ὀλοός]], [[ὀλοόφρων]], [[οὔλιος]], [[οὐλόμενος]], [[οὖλος]], [[πάμφθαρτος]], [[πευκεδανός]], [[πολύπονος]], [[φθεισήνωρ]], [[φθεισίβροτος]], [[φθερσίβροτος]], [[φθερσιγενής]], [[φθινάς]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίβροτος]], [[φθισίμβροτος]], [[φθοροποιός]], [[φοίνιος]], [[φονεύς]], [[φόνιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 10 April 2022
Russian > Greek
ἀΐδαλος, ἀΐδηλος, αἱματηρός, ἄκαρπος, ἀλιτηριώδης, ἀναρπάξανδρος, ἀνδροφόνος, ἀνήκεστος, ἀραῖος, ἀταρτηρός, βλαβερός, βριθύς, δάϊος, δήϊος, δηλήμων, διαφθαρτικός, δύσφρων, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατώδης, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, λοίγιος, λοιγός, λυγρός, νοσώδης, ὀλέθριος, ὀλόεις, ὀλοιός, ὀλόμενος, ὀλοός, ὀλοόφρων, οὔλιος, οὐλόμενος, οὖλος, πάμφθαρτος, πευκεδανός, πολύπονος, φθεισήνωρ, φθεισίβροτος, φθερσίβροτος, φθερσιγενής, φθινάς, φθισήνωρ, φθισίβροτος, φθισίμβροτος, φθοροποιός, φοίνιος, φονεύς, φόνιος