Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναλογείο: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(3)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῑον)<br />εκκλησιαστικό [[κυρίως]] [[έπιπλο]], [[επάνω]] στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας ακολουθίας (<b>βλ.</b> και [[αναλόγιο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χώρος]] [[γύρω]] από το [[αναλογείο]] ([[συνήθως]] υψηλότερος από το [[δάπεδο]] του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναλογεύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάλογος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλέγω]] «[[διαβάζω]] ένα [[σύγγραμμα]] απ' την [[αρχή]] [[μέχρι]] το [[τέλος]]»].
|mltxt=[[αναλογείο]] και [[αναλογειό]] και [[αλογειό]], το (ΑΜ [[ἀναλογεῖον]])<br />εκκλησιαστικό [[κυρίως]] [[έπιπλο]], [[επάνω]] στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας ακολουθίας (<b>βλ.</b> και [[αναλόγιο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χώρος]] [[γύρω]] από το [[αναλογείο]] ([[συνήθως]] υψηλότερος από το [[δάπεδο]] του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναλογεύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάλογος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλέγω]] «[[διαβάζω]] ένα [[σύγγραμμα]] απ' την [[αρχή]] [[μέχρι]] το [[τέλος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 23 April 2022

Greek Monolingual

αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].