βλίττω: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vlitto | |Transliteration C=vlitto | ||
|Beta Code=bli/ttw | |Beta Code=bli/ttw | ||
|Definition=aor.<br><span class="bld">A</span> ἔβλῐσα Pl.R.564e:—[[cut out the comb of bees]], [[take the honey]], l.c.; σφηκιὰν βλίττω S.Fr.778: metaph., βλίττω τὸν [[δῆμος|δῆμον]] = [[rob]] the [[people]] of their [[honey]], Ar.Eq.794, cf. Lys.475:—Pass., πλεῖστονδὴ… τοῖς κηρῆσι [[μέλι]] βλίττεται prob. in Pl. l.c.; | |Definition=aor.<br><span class="bld">A</span> ἔβλῐσα Pl.R.564e:—[[cut out the comb of bees]], [[take the honey]], l.c.; σφηκιὰν βλίττω S.Fr.778: metaph., βλίττω τὸν [[δῆμος|δῆμον]] = [[rob]] the [[people]] of their [[honey]], Ar.Eq.794, cf. Lys.475:—Pass., πλεῖστονδὴ… τοῖς κηρῆσι [[μέλι]] βλίττεται prob. in Pl. l.c.; βλίττεται δὲ τὰ [[σμήνη]] = the [[hive]]s have their [[honey]] [[take]]n, Arist.HA554a15, cf. 627b2.<br><span class="bld">II</span> [[βλίσσειν]]· = [[μαλάσσειν]], Erot.Fr.16. (For μλίτ-yω, cf. [[μέλι]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:08, 30 April 2022
English (LSJ)
aor.
A ἔβλῐσα Pl.R.564e:—cut out the comb of bees, take the honey, l.c.; σφηκιὰν βλίττω S.Fr.778: metaph., βλίττω τὸν δῆμον = rob the people of their honey, Ar.Eq.794, cf. Lys.475:—Pass., πλεῖστονδὴ… τοῖς κηρῆσι μέλι βλίττεται prob. in Pl. l.c.; βλίττεται δὲ τὰ σμήνη = the hives have their honey taken, Arist.HA554a15, cf. 627b2.
II βλίσσειν· = μαλάσσειν, Erot.Fr.16. (For μλίτ-yω, cf. μέλι.)
German (Pape)
[Seite 450] fut. βλίσω (μέλι), Honig ausschneiden, zeideln, βλίσειε Plat. Rep. VIII, 564 e; Arist. Übertr., τὸν δῆμον Ar. Equ. 791; vgl. Lys. 475.
Greek (Liddell-Scott)
βλίττω: ἀόρ. ἔβλῐσα, Πλάτ. Πολ. 564Ε. πρβλ. ἀποβλίττω: - ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν καὶ ἀφαιρῶ, τρυγῶ τὸ μέλι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σφηκιὰν βλ. Σοφ. Ἀποσπ. 856· μεταφ. βλ. τὸν δῆμον, ἀποστερῶ τὸν δῆμον τοῦ μέλιτος, τρυγῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 794, πρβλ. Λυσ. 475. – Παθ., πλεῖστον δὴ … τοῖς κηφῆσι μέλι βλίττεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ρουγκ. ἀντὶ τοῦ βλύττει) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βλ. τὰ σμήνη τὰ σμήνη ἢ αἱ κυψέλαι στεροῦνται τοῦ μέλιτος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 22. 9, πρβλ. 9. 40, 55. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ μέλι, μέλιττα, τῇ προσθήκῃ τοῦ β, πρβλ. μαλακός, βλάξ, βρότος ἄμβροτος, μολεῖν βλώσκω, ἡμέρα μεσημβρία, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔβλισα;
1 presser un rayon de miel, exprimer du miel;
2 fig. pressurer.
Étymologie: μέλι > *μλίτ-τω > *μβλίττω > βλίττω ; pour l’insert. du β, v. βλάξ.
Greek Monolingual
βλίττω (Α)
κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μλι-τιω, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη βαθμίδα) < μελιτ-, μέλι. Οι συσχετισμοί της λ. με τα βλιμάζειν και μαλάσσειν αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες].
Greek Monotonic
βλίττω: αόρ. αʹ ἔβλῐσα, αποκόπτω την κηρήθρα των μελισσών, τρυγώ το μέλι, σε Πλάτ.· μεταφ., βλίττω τὸν δῆμον, ληστεύω το μέλι από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλι βλίττεται, σε Πλάτ. (√ΒΛΙΤ, από το μέλιτ-ος, γεν. από το μέλι, το β στη θέση του μ, πρβλ. βλώσκω αντί μλώσκω).
Russian (Dvoretsky)
βλίττω: (aor. ἔβλῐσα)1) вырезывать соты из улья, выдавливать мед (Soph., Plat.; τὰ σμήνη βλίττεται Arst.);
2) обирать (δῆμων, ὥσπερ σφηκιάν τινα Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cut out the comb of bees (Arist.).
Other forms: analog. βλίζω (H.), aor. βλίσαι
Derivatives: βλιστηρίς f. adj. from *βλιστήρ; PN Βλιστίχη.
Origin: IE [Indo-European] [723] *meli, -tos honey
Etymology: From *μλιτ-ι̯ω, denomin. of μέλι, -ιτος honey with zero grade.
Middle Liddell
[The Root is ΒΛΙΤ, β being in place of μ, cf. βλώσκω for μλώσκω).]
to cut out the comb of bees, take the honey, Plat.:—metaph., βλ. τὸν δῆμον to rob the people of their honey, Ar.:—Pass., μέλι βλίττεται Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλίττω μέλι?] (honing) uit de raat halen:; πλεῖστον... τοῖς κηφῆσι μέλι... βλίττεται voor de hommels wordt een heleboel honing uit de raat gehaald Plat. Resp. 564e; overdr.. πῶς γὰρ ἄν... παρά γε τῶν σμικρὰ ἐχόντων τις βλίσειεν; ja, want hoe zou men de honing bij de armen kunnen weghalen? Plat. Resp. 564e.
Frisk Etymology German
βλίττω: {blíttō}
Forms: analog. βλίζω (H.), Aor. βλίσαι
Grammar: v.
Meaning: Honig ausschneiden, zeideln (att., Arist.).
Derivative: Davon βλιστηρίς f. zeidelnd,
Etymology : Beiwort von χείρ (AP), zu *βλιστήρ Zeidler; vgl. Βλιστίχη EN. Aus *μλιτι̯ω (Fick 1, 516), Denominativum von μέλι, -ιτος Honig mit bemerkenswerter Schwundstufe; vgl. Schwyzer 723 m. A. 8, Meillet BSL 27, 124.
Page 1,245