πληρώ: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
mNo edit summary |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όω, ΝΜΑ, και [[πληρώνω]] Ν [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]], [[ανταποκρίνομαι]] («το νέο [[κτήριο]] πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πλήρες, [[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[τροφή]], [[χορταίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανδρώνω]] [[πλοίο]] με [[ναυτικό]] [[πλήρωμα]], [[εφοδιάζω]] [[πλοίο]] με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦν ναυτικόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[συμπληρώνω]], [[τελειώνω]] («οὐ πληρώσασα τοὺς [[δέκα]] μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[είμαι]] [[ολόγιομος]], [[πανσέληνος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[βουλευτήριο]], δικαστήριο, [[εκκλησία]] του δήμου) [[απαρτίζω]] κατ' αριθμό, [[συμπληρώνω]]<br /><b>7.</b> [[εξοφλώ]] [[χρέος]], [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[είμαι]] [[πλήρης]], [[συμπληρώνω]] («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το [[μήκος]] της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>10.</b> [[τηρώ]], [[εκπληρώνω]] έναν κανόνα, μια [[προφητεία]], ένα [[τυπικό]] («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)<br /><b>11.</b> [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>πληροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με [[πλήρωμα]] το [[πλοίο]] μου<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι [[έγκυος]], γονιμοποιούμαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «πληρῶ τὰς | |mltxt=-όω, ΝΜΑ, και [[πληρώνω]] Ν [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]], [[ανταποκρίνομαι]] («το νέο [[κτήριο]] πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πλήρες, [[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[τροφή]], [[χορταίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανδρώνω]] [[πλοίο]] με [[ναυτικό]] [[πλήρωμα]], [[εφοδιάζω]] [[πλοίο]] με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦν ναυτικόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[συμπληρώνω]], [[τελειώνω]] («οὐ πληρώσασα τοὺς [[δέκα]] μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[είμαι]] [[ολόγιομος]], [[πανσέληνος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[βουλευτήριο]], δικαστήριο, [[εκκλησία]] του δήμου) [[απαρτίζω]] κατ' αριθμό, [[συμπληρώνω]]<br /><b>7.</b> [[εξοφλώ]] [[χρέος]], [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[είμαι]] [[πλήρης]], [[συμπληρώνω]] («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το [[μήκος]] της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>10.</b> [[τηρώ]], [[εκπληρώνω]] έναν κανόνα, μια [[προφητεία]], ένα [[τυπικό]] («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)<br /><b>11.</b> [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>πληροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με [[πλήρωμα]] το [[πλοίο]] μου<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι [[έγκυος]], γονιμοποιούμαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «πληρῶ τὰς χεῖρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 8 May 2022
Greek Monolingual
-όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν πλήρης
νεοελλ.
μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)
νεοελλ.-αρχ.
καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο
μσν.
μεγαλώνω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς με τροφή, χορταίνω
2. επανδρώνω πλοίο με ναυτικό πλήρωμα, εφοδιάζω πλοίο με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦν ναυτικόν», Θουκ.)
3. (για ζώο) καθιστώ έγκυο, γονιμοποιώ
4. συμπληρώνω, τελειώνω («οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», Πλάτ.)
5. (για τη σελήνη) είμαι ολόγιομος, πανσέληνος
6. (σχετικά με βουλευτήριο, δικαστήριο, εκκλησία του δήμου) απαρτίζω κατ' αριθμό, συμπληρώνω
7. εξοφλώ χρέος, πληρώνω
8. είμαι πλήρης, συμπληρώνω («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το μήκος της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, Ηρόδ.)
9. τελειώνω
10. τηρώ, εκπληρώνω έναν κανόνα, μια προφητεία, ένα τυπικό («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)
11. δωροδοκώ, εξαγοράζω
12. μέσ. πληροῦμαι, -όομαι
εφοδιάζω με πλήρωμα το πλοίο μου
13. παθ. (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι έγκυος, γονιμοποιούμαι
14. φρ. «πληρῶ τὰς χεῖρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.