νεότης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νεότητός, ἡ ([[νέος]]), from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for נְעוּרִים; [[youth]], [[youthful]] [[age]]: ἐκ νεότητός μου, from my [[boyhood]], from my [[youth]], R G); Job 31:18, etc.
|txtha=νεότητός, ἡ ([[νέος]]), from Homer down; the Sept. [[chiefly]] for נְעוּרִים; [[youth]], [[youthful]] [[age]]: ἐκ νεότητός μου, from my [[boyhood]], from my [[youth]], R G); Job 31:18, etc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:39, 29 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότης Medium diacritics: νεότης Low diacritics: νεότης Capitals: ΝΕΟΤΗΣ
Transliteration A: neótēs Transliteration B: neotēs Transliteration C: neotis Beta Code: neo/ths

English (LSJ)

Dor. -τας, ητος, ἡ, (νέος) A youth, ἐκ νεότητος… ἐς γῆρας Il. 14.86, cf. Ev.Marc.10.20, etc.; ἀτέμβονται νεότητος Il.23.445; ἐρατὴν γὰρ ἀπωλέσαμεν νεότητα, i.e. we died young, Simon.89, cf. E.HF637 (lyr.), Fr.149; ἐν νεότατι, ἐπὶ νεότητος, in one's youth, Sapph.Supp. 12.3, Ar.V.1199, cf. Ach.214: in plural, αἱ ν. ἄφρονες AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com. or Crates); αἱ ν. ῥωμαλέαι ib.360 (Metrod.). 2 youthful spirit, impetuosity, Hdt.7.13: in bad sense, youthful folly, insolence, ἀκολασίᾳ καὶ ν. Pl.Ap.26e; ν. καὶ ἄνοια And.2.7. II collective, = νεολαία, body of youth, especially of military or athletic age, Pi.I.8(7).75, Hdt.4.3, 9.12, Th.2.8, 20, etc. III in Crete, νεότας, , acc. νεότα, gen. νεότας, board of officials representing the νέοι (cf. νέος 1.1), GDI5012.6, SIG525.9 (Gortyn, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 245] ητος, ἡ, das jugendliche Alter, die Jugend; ἐκ νεότητος καὶ ἐς γῆρας, Il. 14, 86. 23, 445; Eur. in dor. Form, ἁ νεότας, Herc. Fur. 637; in Prosa; Thuc. 6, 18; καὶ γῆρας καὶ νεότης, Plat. Rep. I, 329 d; Xen. Cyr. 8, 7, 6. Mem. 2, 1, 31 u. A.; auch collectiv., die junge Mannschaft, Her. 9, 12 Thuc. 2, 20. – Jugendliche Unbesonnenheit, καὶ ἄνοια, Plat. Legg. IV, 716 a, καὶ ὕβρις, jugendlicher Muthwille, Apol. 26 e; καὶ ὀργή, Plut. Cat. min. 7.

Greek (Liddell-Scott)

νεότης: -ητος, ἡ, (νέος) ὡς καὶ νῦν, Λατ. juventa, ἐκ νεότητος... ἐς γῆρας Ἰλ. Ξ. 86· ἀτέμβονται νεότητος Ψ. 445· ἐρατὴν γὰρ ἀπωλέσαμεν νεότητα, δηλ. ἀπεθάνομεν νέοι, Σιμωνίδ. 92· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 637, Ἀποσπ. 138, Ἀριστοφ. Ἀχ. 214· ἐπὶ νεότητος, κατὰ τὴν νεανικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1190. 2) νεανικὴ ὁρμή, θάρρος, τόλμη, Ἡρόδ. 7. 13· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁρμητικότης, παραφορά, ἔξαψις, ἀπερισκεψία, ἀκολασία καὶ νεότης Πλάτ. Ἀπολ. 26Ε· ν. καὶ ἄνοια Ἀνδοκ. 20. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἄρρενες Κράτης Θηβ. 4. Bgk.· αἱ ν. ἄφρονες Ἀνθ. Π. 9. 359, 7. ΙΙ. περιληπτ., ὡς τὸ νεολαία, ὅμιλος νέων, οἱ νέοι, ἰδίως πάντες οἱ στρατευσίμου ἡλικίας, Λατ. juventus, Ἡρόδ. 4. 3., 9. 12, Πινδ. Ι. 8 (7). 150, Θουκ. 2. 8, 20, κτλ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ θεὰ τῆς νεαρᾶς ἡλικίας, Juventus, Διον. Ἁλ. Ι, 586, 5, Δίων Κ. 54. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 jeunesse, jeune âge ; fougue ou témérité de la jeunesse;
2 collect. jeunesse, jeunes gens.
Étymologie: νέος.

English (Autenrieth)

ητος (νέος): youth. (Il.)

English (Strong)

from νέος; newness, i.e. youthfulness: youth.

English (Thayer)

νεότητός, ἡ (νέος), from Homer down; the Sept. chiefly for נְעוּרִים; youth, youthful age: ἐκ νεότητός μου, from my boyhood, from my youth, R G); Job 31:18, etc.

Greek Monotonic

νεότης: Δωρ. —τας,-ητος, ἡ (νέος
I. 1. νεανικότητα, νεότητα, Λατ. juventa, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.
2. νεανικό θάρρος, ορμή, σε Ηρόδ.· με αρνητική σημασία, θρασύτητα, αυθάδεια, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. ως περιληπτικό, όπως το νεολαία, το σύνολο των νέων, νέοι που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία, Λατ. juventus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νεότης: ητος, дор. νεότᾱς
1) молодость, юность (καὶ γῆρας καὶ ν. Plat.): ἐκ νεότητος Hom., NT с юношеских лет;
2) юношеская пылкость, задор, безрассудство, незрелость (ν. καὶ ἄνοια Plat.);
3) юношество, молодежь (ν. πολλή Thuc.).

Middle Liddell

νεότης, ητος, ἡ, νέος
I. youth, Lat. juventa, Il., Eur., etc.
2. youthful spirit, impetuosity, Hdt.: in bad sense, rashness, petulance, Plat., etc.
II. collective, like νεολαία, a body of youth, the youth, Lat. juventus, Hdt., Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:neÒthj 尼哦帖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:青年
字義溯源:新,青春,少年,幼,小,年幼,年輕,幼年;源自(νέος)*=新)
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 年輕(1) 提前4:12;
2) 幼(1) 徒26:4;
3) 小(1) 路18:21;
4) 幼年(1) 可10:20;
5) 年幼(1) 太19:20