ἀσκεπτί: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(big3_7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[irreflexivamente]] λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C. | |dgtxt=adv. [[irreflexivamente]] λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄσκεπτος]] και [[άσκεφτος]], -η, -ο (AM [[ἄσκεπτος]], -ον)<br />Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται [[χωρίς]] [[περίσκεψη]], ο [[απερίσκεπτος]], ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έγινε [[γνωστός]], ο [[κρυφός]] («ἄσκεπτοι γάμοι»)<br /><b>3.</b> ο [[ασήμαντος]], ο [[αμελητέος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[άσκεφτα]] (AM [[ἀσκέπτως]] και [[ἀσκεπτί]])<br />[[απερίσκεπτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]<br />[[άσκεφτος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσκεπτος]] με [[ανομοίωση]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:44, 12 June 2022
Spanish (DGE)
adv. irreflexivamente λέγεσθαι Sch.D.1.1.9a, βεβουλεῦσθαι Ath.Al.M.25.312C.
Greek Monolingual
ἄσκεπτος και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].