επιμέλεια: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιμέλεια]]) [[επιμελής]]<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], [[μέριμνα]] (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[εργατικότητα]] («ἐδειξε [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] στη [[διάρκεια]] της φετινής χρονιάς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] και [[υποχρέωση]] προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους [[πρόσωπο]] ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την [[άσκηση]] δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]] για την άρτια [[έκδοση]] συγγράμματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιμονή]]<br /><b>2.</b> [[φρουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιατρική [[περίθαλψη]] αρρώστων<br /><b>2.</b> [[επιτροπεία]], [[επίβλεψη]] ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.
|mltxt=η (AM [[ἐπιμέλεια]]) [[επιμελής]]<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], [[μέριμνα]] (α. «τὴν τοῦ ναυτικοῦ ἐπιμέλειαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[εργατικότητα]] («ἐδειξε [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] στη [[διάρκεια]] της φετινής χρονιάς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] και [[υποχρέωση]] προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους [[πρόσωπο]] ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την [[άσκηση]] δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]] για την άρτια [[έκδοση]] συγγράμματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιμονή]]<br /><b>2.</b> [[φρουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιατρική [[περίθαλψη]] αρρώστων<br /><b>2.</b> [[επιτροπεία]], [[επίβλεψη]] ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.
}}
}}

Latest revision as of 19:56, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐπιμέλεια) επιμελής
1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῦ ναυτικοῦ ἐπιμέλειαν», Θουκ.
β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.)
2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια της φετινής χρονιάς»)
νεοελλ.
1. δικαίωμα και υποχρέωση προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την άσκηση δικαιοπραξιών
2. φροντίδα για την άρτια έκδοση συγγράμματος
μσν.
1. επιμονή
2. φρουρά
αρχ.
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστων
2. επιτροπεία, επίβλεψη ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.