λαμπαδοῦχος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=λαμπαδοῦχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῦχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῦχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:05, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, torch-carrying, bright-beaming, ἁμέρα E. IA 1506 (lyr.); λ. δρόμος, λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Lyc. 734, Sch. Ar. Ra. 131.
German (Pape)
[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.
Spanish
Greek Monolingual
λαμπαδοῦχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῦχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῦχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.
Greek Monotonic
λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδοῦχος: факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный (ἁμέρα Eur.).