ἀποσκορακίζω: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
mNo edit summary |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[enviar a los cuervos]], [[rechazar]], [[mandar a paseo]] αὐτόν LXX <i>Is</i>.17.13, με LXX <i>Ps</i>.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.<i>Or</i>.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.<i>in Alc</i>.256.1, [[ἀργύριον]] Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.<i>VP</i> 112, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de tropas [[licenciar]] LXX 1<i>Ma</i>.11.55. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[enviar a los cuervos]], [[rechazar]], [[mandar a paseo]] αὐτόν [[LXX]] <i>Is</i>.17.13, με [[LXX]] <i>Ps</i>.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.<i>Or</i>.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.<i>in Alc</i>.256.1, [[ἀργύριον]] Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.<i>VP</i> 112, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de tropas [[licenciar]] [[LXX]] 1<i>Ma</i>.11.55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:50, 20 June 2022
English (LSJ)
(ἐς κόρακας) A wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.
German (Pape)
[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.
Spanish (DGE)
1 enviar a los cuervos, rechazar, mandar a paseo αὐτόν LXX Is.17.13, με LXX Ps.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.Or.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.in Alc.256.1, ἀργύριον Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.in Metaph.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.VP 112, cf. Hsch.
2 de tropas licenciar LXX 1Ma.11.55.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκορακίζω) σκορακίζω
νεοελλ.
1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου
2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκορᾰκίζω: отвергать с гневом Plut.