φυσαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φυσαλλίδα]].
|mltxt=η / [[φυσαλλίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[φυσαλίδα]] Ν, και [[φυσαλίς]] Α<br />[[σφαιρίδιο]] αέρα ή αερίου στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[πομφόλυγα]], [[μπουρμπουλήθρα]] (α. «το [[νερό]] βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας [[λέγω]] αφ' ὧν συναγείρεται ὁ [[ἀφρός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[πρωτογενής]] [[στοιχειώδης]] [[βλάβη]] του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη [[έξαρση]] της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές [[κατά]] κανόνα [[υγρό]], κν. [[φουσκάλα]]<br /><b>2.</b> (στον λόγ. τ. [[φυσαλίς]]) <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]] της τάξης [[σκροφουλαριώδη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαγνητικές φυσαλλίδες»<br />(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες [[είναι]] δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανούσιος]] [[λόγος]] («τοιαῡται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> πνευστό μουσικό όργανο<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> [[χάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρυ</i>-<i>αλλίς</i>, <i>συκ</i>-<i>αλ</i>[[λ]]<i>ίς</i>, [[τρωξ]]-<i>αλλίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:21, 24 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσαλλίς Medium diacritics: φυσαλλίς Low diacritics: φυσαλλίς Capitals: ΦΥΣΑΛΛΙΣ
Transliteration A: physallís Transliteration B: physallis Transliteration C: fysallis Beta Code: fusalli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,
A bladder, bubble, Luc.Cont.19.
II a wind instrument, a kind of pipe, aulos, Ar.Lys.1245 (pl.).
III = physallis, ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.
IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
bulle.
Étymologie: φῦσα.

Greek Monolingual

η / φυσαλλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α
σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα
2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη
3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»
(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών
αρχ.
1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῡται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)
2. πνευστό μουσικό όργανο
3. βοτ. ονομασία φυτού
4. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυ-αλλίς, συκ-αλλίς, τρωξ-αλλίς)].