προϊάλλω: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
m (Text replacement - "<b class="b3">[ῐ</b>" to "[ῐ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προϊάλλω''': [[προπέμπω]], [[προεξαποστέλλω]], αὐτὰρ ἐμὲ [[Ζεὺς]] τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ [[οὐρανόθεν]] προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· [[σίαλον]] πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· [[χάριν]], ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― [[λέξις]] Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως. | |lstext='''προϊάλλω''': [[προπέμπω]], [[προεξαποστέλλω]], αὐτὰρ ἐμὲ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ [[οὐρανόθεν]] προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· [[σίαλον]] πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· [[χάριν]], ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― [[λέξις]] Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:30, 30 July 2022
English (LSJ)
[ῐ], A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.
German (Pape)
[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.
Greek (Liddell-Scott)
προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»].
Greek Monotonic
προϊάλλω: μόνο σε παρατ., στέλνω από πριν, πέμπω προς τα μπρος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
προϊάλλω: (только impf.)
1) высылать, посылать (Ἔριδα ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν Hom.);
2) (с)пускать (ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theocr.);
3) ниспосылать (τὴν χάριν καμάτοισιν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ϊάλλω, poët., vooruit sturen:; π. σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων de beste van alle varkens vooruit sturen Od. 14.18; wegsturen:. ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς προΐαλλον ik liet nog een pijl van de boogpees vertrekken Theocr. Id. 25.235.