κρεάγρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρεάγρα]])<br />[[περόνη]] ή [[λαβίδα]] που χρησιμεύει για το [[βγάλσιμο]] του κρέατος από τη [[χύτρα]] («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ [[ἱερεύς]]», ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγκιστρο]], [[αρπάγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άγρα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[οστάγρα]], [[ποδάγρα]]].
|mltxt=η (Α [[κρεάγρα]])<br />[[περόνη]] ή [[λαβίδα]] που χρησιμεύει για το [[βγάλσιμο]] του κρέατος από τη [[χύτρα]] («καὶ πᾶν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ [[ἱερεύς]]», ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγκιστρο]], [[αρπάγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άγρα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[οστάγρα]], [[ποδάγρα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:20, 6 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεάγρα Medium diacritics: κρεάγρα Low diacritics: κρεάγρα Capitals: ΚΡΕΑΓΡΑ
Transliteration A: kreágra Transliteration B: kreagra Transliteration C: kreagra Beta Code: krea/gra

English (LSJ)

ἡ, (κρέας, ἀγρέω) A flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq.772 (ubi v. Sch.), V.1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρα: ἡ, (κρέας, ἀγρέω) περόνη ἢ λαβὶς δι’ ἥς τὸ κρέας ἐλαμβάνετο ἐκ τῆς χύτρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Σφ. 1155, Ἀνάξιππ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· καθόλου ἄγκιστρον δι’ οὗ λαμβάνει τις καὶ σύρει τι, ἁρπάγη, Λατ. harpago, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1002.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crochet ou fourchette pour tirer la viande du pot.
Étymologie: κρέας, ἀγρέω.

Greek Monolingual

η (Α κρεάγρα)
περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο του κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾶν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.)
αρχ.
άγκιστρο, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστάγρα, ποδάγρα].

Greek Monotonic

κρεάγρα: ἡ (κρέας, ἀγρέω), λαβίδα για το κρέας ώστε να μπορεί κάποιος να το πιάνει μέσα από τη χύτρα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεάγρα -ας, ἡ [κρέας, ἀγρέω] vleeshaak; haak, vork.

Russian (Dvoretsky)

κρεάγρα:
1) крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;
2) крюк (вообще) Arph.

Middle Liddell

κρε-άγρα, ἡ, κρέας, ἀγρέω
a flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.