ἄοικος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἶκος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[οἶκος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 16:55, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοικος Medium diacritics: ἄοικος Low diacritics: άοικος Capitals: ΑΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áoikos Transliteration B: aoikos Transliteration C: aoikos Beta Code: a)/oikos

English (LSJ)

ον, A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62. II ἄοικος εἰσοίκησις = a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn.D.17.42.

German (Pape)

[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maison, sans abri;
2 inhabitable.
Étymologie: , οἶκος.

Spanish (DGE)

-ον
1 inhóspito, inhabitable, εἰσοίκησις S.Ph.534, χώρα App.Gall.11.3, οἶκος Nonn.D.17.42, cf. Luc.Gall.17.
2 que no tiene casa de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa Hes.Op.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.Tr.300, cf. E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, Phdr.240a, Chrysipp.Stoic.3.170, BGU 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, IM 122e.2 (IV d.C.)
de anim. que no tiene guarida Arist.HA 488a21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄοικος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια
μσν.- νεοελλ.
ο ακατοίκητος
νεοελλ.
άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)
αρχ.
ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείςἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).

Greek Monotonic

ἄοικος: -ον·
I. αυτός που δεν έχει δική του οικογένεια, άστεγος, ανέστιος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
II. ἄοικος εἰσοίκησις, η κατοικία που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή κατοικία, τρώγλη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄοικος:
1) лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.: ἐπὶ ξένης χώρας ἄ. Soph. бездомный изгнанник;
2) негодный для жилья (εἰσοίκησις Soph.).

Middle Liddell


I. houseless, homeless, Hes., Soph., etc.
II. ἄοικος εἰσοίκησις a homeless, i. e. miserable, home, Soph.