ἄπλοια: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. poét. [[ἀπλοΐη]] Call.<i>Dian</i>.230, <i>AP</i> 7.640 (Antip.Thess.)<br />[[imposibilidad de navegar]] ἄ. [[κεναγγής]] A.<i>A</i>.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.<i>A</i>.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, <i>AP</i> l.c., Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.<i>IA</i> 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.<i>IT</i> 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. poét. [[ἀπλοΐη]] Call.<i>Dian</i>.230, <i>AP</i> 7.640 (Antip.Thess.)<br />[[imposibilidad de navegar]] ἄ. [[κεναγγής]] A.<i>A</i>.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.<i>A</i>.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, <i>AP</i> [[l.c.]], Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.<i>IA</i> 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.<i>IT</i> 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 15 August 2022
English (LSJ)
ἡ, Ion. and poet. ἀπλοΐη, Call.Dian.230, prob. in AP7.640 (Antip.). ἄπλους):—impossibility of sailing, unfavorable conditions for sailing, unfavourable conditions for sailing, detention in port, esp. from stress of weather, A.Ag.188; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι E.IA88, cf. IT 15; ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Th.4.4, cf. 6.22: pl., ἀποπλέειν . . ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, ion. ἀπλοΐη, ungünstige Zeit zur Schifffahrt, Unfahrbarkeit, Aesch. Ag. 145. 181; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Eur. I. A. 88; Her. 2, 119 im plur.; Thuc. 4, 4, öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλοια: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀπλοΐη, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 230, Ἀνθ. Π. 7. 640 (ἄπλους): ― τὸ μὴ δύνασθαι πλέειν, ἡ ἐν τῷ λιμένι κατ’ ἀνάγκην διαμονή, ἰδίως ἕνεκα χειμῶνος ἢ ἐναντίον ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 188· ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Εὐρ. Ι. Α. 88· ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 4. 4, πρβλ. 6. 22: ὡσαύτως ἐν τῷ πληθυντ., ἀποπλώειν… ὡρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Ἡρόδ. 2. 119· χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 145, ἴδε τὴν λέξ. ἐχενηΐς.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
temps défavorable à la navigation ; ὑπὸ ἀπλοίας THC par suite de l’impossibilité de naviguer.
Étymologie: ἀ, πλέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. poét. ἀπλοΐη Call.Dian.230, AP 7.640 (Antip.Thess.)
imposibilidad de navegar ἄ. κεναγγής A.A.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.A.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, AP l.c., Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.IA 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.IT 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19.
Greek Monolingual
η (AM ἄπλοια, Α κ. ιων. ἀπλοΐη) άπλους
αναγκαστική παραμονή των πλοίων στο λιμάνι εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων.
Greek Monotonic
ἄπλοια: ποιητ. ἀπλοΐη, ἡ (ἄπλους), όταν είναι αδύνατη η πλεύση του πλοίου, η αναγκαστική παραμονή στο λιμάνι, ιδίως λόγω της έντασης των καιρικών φαινομένων, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλοια: ион. ἀπλοΐη ἡ тж. pl. неблагоприятные для плавания условия, невозможность плыть Aesch., Her., Eur., Thuc., Plut., Anth.
Middle Liddell
ἄπλους
impossibility of sailing, detention in port, esp. from stress of weather, Aesch., Thuc.; ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι Hdt.