ἐξυφαίνω: Difference between revisions
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξῠφαίνω:''' (aor. ἐξύφηνα)<br /><b class="num">1)</b> ткать ([[πέπλον]] Batr.; [[φᾶρος]] Her.; [[ἱστόν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> изготовлять, строить ([[κηρία]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> слагать, сочинять ([[μέλος]] Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.). | |elrutext='''ἐξῠφαίνω:''' (aor. ἐξύφηνα)<br /><b class="num">1)</b> ткать ([[πέπλον]] Batr.; [[φᾶρος]] Her.; [[ἱστόν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[изготовлять]], [[строить]] ([[κηρία]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[слагать]], [[сочинять]] ([[μέλος]] Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[finish]] [[weaving]], Hdt. | |mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[finish]] [[weaving]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 19 August 2022
English (LSJ)
A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); (πέπλον) Batr.182; of bees, ἐξυφαίνω κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι = are tissues of membranes, Aret.SA2.7; ἐξυφασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7.
2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2.
II metaph., finish, ἐξυφαίνω μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξυφαίνω Id.18.10.3.
German (Pape)
[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Übertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυφαίνω: ὑφαίνω καὶ τελειώνω τι, φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς ἔνδον ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον μέλος, ὦ γλυκυτάτη φόρμιγξ, σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω. 2) λύω, διαλύω τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξύφηνα;
tisser complètement (un vêtement, un manteau, etc.) ; p. anal. κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire en parl. des abeilles.
Étymologie: ἐξ, ὑφαίνω.
English (Slater)
ἐξῠφαίνω
a weave to an end met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275)
b weave out, create met. ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44)
Greek Monolingual
(AM ἐξυφαίνω)
μσν.- νεοελλ.
ξηλώνω αυτό που ύφανα
νεοελλ.
μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία»)
αρχ.
1. ολοκληρώνω την ύφανση
2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι.
Greek Monotonic
ἐξῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῠφαίνω: (aor. ἐξύφηνα)
1) ткать (πέπλον Batr.; φᾶρος Her.; ἱστόν Plut.);
2) изготовлять, строить (κηρία Xen.);
3) слагать, сочинять (μέλος Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.).