ὑποτροπή: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> отступление, отход (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> возврат, рецидив (τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Plut.). | |elrutext='''ὑποτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отступление]], [[отход]] (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[возврат]], [[рецидив]] (τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑποτροπή]], ἡ, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">I.</b> a [[turning]] [[back]], [[repulse]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> a [[relapse]], [[recurrence]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ὑποτροπή]], ἡ, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">I.</b> a [[turning]] [[back]], [[repulse]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> a [[relapse]], [[recurrence]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A a turning back, repulse, Plu. Alex.32. II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.
Greek Monolingual
η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποτροπή: ἡ (ὑποτρέπω),
I. μεταστροφή, αλλαγή, μεταβολή, απόκρουση, απώθηση, ήττα, αποτυχία, σε Πλούτ.
II. ξαναπέσιμο, ξανακύλισμα, επιστροφή, επάνοδος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτροπή: ἡ
1) отступление, отход (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);
2) возврат, рецидив (τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Plut.).
Middle Liddell
ὑποτροπή, ἡ, [ὑποτρέπω]
I. a turning back, repulse, Plut.
II. a relapse, recurrence, Plut.