κελαδεινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κελᾰδεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумный, шумливый, воющий ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> гулкий (αὐλῶνες HH).
|elrutext='''κελᾰδεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумный, шумливый, воющий ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гулкий]] (αὐλῶνες HH).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:51, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδεινός Medium diacritics: κελαδεινός Low diacritics: κελαδεινός Capitals: ΚΕΛΑΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: keladeinós Transliteration B: keladeinos Transliteration C: keladeinos Beta Code: keladeino/s

English (LSJ)

ή, όν, A sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neuter plural as adverb, ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.

German (Pape)

[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.

English (Autenrieth)

sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.

Greek Monolingual

κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].

Greek Monotonic

κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδεινός:
1) шумный, шумливый, воющий (Ζέφυρος Hom.);
2) гулкий (αὐλῶνες HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( epithet van Artemis).

Middle Liddell

κελᾰδεινός, ή, όν
sounding, noisy, Il.; epithet of Artemis, from the noise of the chase, Hom.:—doric κελαδεννός, Pind.