εὐτραφής: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐτρᾰφής:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[питательный]] ([[γάλα]] Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[питающий]], [[живительный]] ([[ὕδωρ]] Aesch.). | |elrutext='''εὐτρᾰφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо упитанный]], [[откормленный]] (ὖς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[полный сил]], [[цветущий]] (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[питательный]] ([[γάλα]] Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[питающий]], [[живительный]] ([[ὕδωρ]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ές, (τρέφω) A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7. II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διοτραφής, μουσοτραφής].
Greek Monotonic
εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰφής:
1) хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2) полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3) хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4) питательный (γάλα Aesch.);
5) питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).
Middle Liddell
εὐ-τρᾰφής, ές τρέφω
I. well-fed, well-grown, thriving, fat, Eur., etc.
II. act. nourishing, Aesch.
English (Woodhouse)
brawny, fat, plump, stout, well-grown, in fit condition, well grown, well-nurtured