διακόσμησις: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακόσμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> приведение в порядок, упорядочение, устроение ([[πόλεων]] καὶ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.): διακοσμήσεις περί τι Plut. меры по приведению в порядок чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[порядок]], [[благоустройство]] (ἡ τῶν ὅλων [[τάξις]] καὶ δ. Arst.). | |elrutext='''διακόσμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[приведение в порядок]], [[упорядочение]], [[устроение]] ([[πόλεων]] καὶ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.): διακοσμήσεις περί τι Plut. меры по приведению в порядок чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[порядок]], [[благоустройство]] (ἡ τῶν ὅλων [[τάξις]] καὶ δ. Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:40, 19 August 2022
English (LSJ)
(hyperdor. διακόσμ-ᾱσις Ocell.1.8), εως, ἡ, A setting in order, regulation, ἡ περί τι δ. Pl.Smp.209a; τῶν νόμων Id.Lg.853a; θρίαμβου Plb.2.31.6, cf. Phld.Oec.p.35J., Corn.ND17, al.; τοῦ πόλου OGI56.46 (iii B.C.). 2 the orderly arrangement of the Univcrse, especially in the Pythagorean system, Arist.Metaph.986a6, Plu.Per.4, D.S.12.20, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6, etc. 3 Stoic t. t., of the new order after ἐκπύρωσις, Zeno Stoic.1.28, etc. 4 order, class of beings, Procl.Inst.144, Dam.Pr.301, al.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακόσμησις: -εως, ἡ, ἡ τακτοποίησις, κατάταξις, διαρρύθμισις, οἰκήσεων Πλάτ. Συμπ. 209Α· τῶν νόμων ὁ αὐτ. Νόμ. 853Α· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει ὡς φιλοσοφ. ὅρος παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις καὶ ἄλλοις περὶ τῆς ἐρρύθμου καὶ ἁρμονικῆς διατάξεως τοῦ σύμπαντος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 13, Πλούτ. Περικλ. 4, Διόδ. 12, 20· πρβλ. ὡσαύτως χρησμοσύνη.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 ordonnance, arrangement;
2 abs. ordonnance de l’univers.
Étymologie: διακοσμέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): hiperdor. διακόσμασις Aesar.49
I fil. y deriv.
1 disposición, ordenación cosmológica, Heraclit.B 65, Corn.ND 17 bis
•entre los estoicos reordenación, nuevo orden tras la ἐκπύρωσις Zeno Stoic.1.28, Ph.2.489, Plu.2.389c
•en aspectos concr. c. εἰς y ac. εἰς πνεύματα ... τροπῆς αὐτοῦ καὶ διακοσμήσεως Plu.2.389a, δ. εἰς ἦθος cambio de carácter Plu.2.563e, abs. Pl.Ti.24c, Plu.2.620a.
2 ordenación, regulación, organización, disposición c. gen. τῶν νόμων Pl.Lg.853a, τοῦ σώματος Arist.GA 740a8, τοῦ πόλου del eje del universo, OGI 56.46 (III a.C.), D.C.45.1.4, τῶν ... ἄστρων D.S.1.1, τούτων (τῶν οὐρανίων) I.AI 1.69, τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς Plu.2.444d, τᾶς ψυχᾶς Aesar.l.c., τῶν αἰσθητῶν Simp.in Cael.558.8, λέγεται ... κόσμος ἡ τῶν ὅλων τάξις τε καὶ δ. Arist.Mu.391b11, τῶν συμπάντων Ach.Tat.Intr.Arat.5
•c. prep. περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων Pl.Smp.209a, περὶ τὴν γῆν Papias 4, περὶ δεῖπνα Plu.Comp.Lyc.Num.4, ὑπὸ τὸν οἰκονομικόν Phld.Oec.11.1, abs., D.S.2.30, D.Chr.30.30, Luc.Icar.5, Hippol.Haer.7.29.22, Ath.Al.Gent.38, Simp.in Ph.157.5, esp. entre los pitagóricos, Arist.Metaph.986a5, D.S.12.20, Plu.Per.4, Ocell.10, S.E.M.9.27, Porph.Antr.6
•en aspectos concr. organización de un ejército, D.S.17.87, D.H.4.18, Plu.Eum.15.
3 exposición ordenada ἀληθείας Tat.Orat.27.
II orden, clase, categoría de los seres, Procl.Inst.144, Dam.in Prm.301
•coro de los ángeles, Gr.Nyss.Hom.in Cant.182.11.
III adorno, ornamentación, gala τὰ ἐπιτήδεια πρὸς διακόσμησιν lo necesario para la decoración LXX 2Ma.2.29, τοῦ θριάμβου Plb.2.31.6.
Greek Monotonic
διακόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διαρρύθμιση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διακόσμησις: εως ἡ
1) приведение в порядок, упорядочение, устроение (πόλεων καὶ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.): διακοσμήσεις περί τι Plut. меры по приведению в порядок чего-л.;
2) порядок, благоустройство (ἡ τῶν ὅλων τάξις καὶ δ. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακόσμησις -εως, ἡ [διακοσμέω] ordening, inrichting:. διακοσμήσεως ἀρχήν het principe van kosmische ordening Plut. Per. 4.6.
Middle Liddell
διακόσμησις, εως [from διακοσμέω
a setting in order, regulating, Plat.