ἐπίπαν: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίπαν:''' тж. ἐπι [[πᾶν]] (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)<br /><b class="num">1)</b> [[вообще]] (говоря), в общем, обычно ([[πλεῖστον]] μὲν μεδίμνους [[ἐννέα]], τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. [[εἰπεῖν]] Arst. вообще говоря;<br /><b class="num">2)</b> в целом, всего, итого (τὸ ἐ. [[ὀγδώκοντα]] τάλαντα Her.). | |elrutext='''ἐπίπαν:''' тж. ἐπι [[πᾶν]] (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)<br /><b class="num">1)</b> [[вообще]] (говоря), в общем, обычно ([[πλεῖστον]] μὲν μεδίμνους [[ἐννέα]], τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. [[εἰπεῖν]] Arst. вообще говоря;<br /><b class="num">2)</b> [[в целом]], [[всего]], [[итого]] (τὸ ἐ. [[ὀγδώκοντα]] τάλαντα Her.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> ἐπὶ, πᾶν, adv. [[upon]] the [[whole]], in [[general]], on the [[average]], Hdt., Thuc.; ὡς [[ἐπίπαν]], also τὸ ἐπ. and ὡς τὸ ἐπ. Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[altogether]], Aesch. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> ἐπὶ, πᾶν, adv. [[upon]] the [[whole]], in [[general]], on the [[average]], Hdt., Thuc.; ὡς [[ἐπίπαν]], also τὸ ἐπ. and ὡς τὸ ἐπ. Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[altogether]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 19 August 2022
English (LSJ)
or ἐπὶ πᾶν, A v. ἐπί. II. Adj. ἐπίπαντες, v. ἐπίπας.
German (Pape)
[Seite 968] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς ἐπίπαν, gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ ἐπίπαν Her. 7, 50, 1; εἰς ἐπίπαν Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαν: ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, καθόλου, ἐν γένει, περίπου, συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ μέσον ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν ὄχλος, οἵτ᾿ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς κατέχουσιν ἔθνος, «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) περίπου, τοὐλάχιστον, τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en général : ὡς ἐπίπαν, τὸ ἐπίπαν, ὡς τὸ ἐπίπαν en général, d’ordinaire;
2 tout à la fois, tous ensemble.
Étymologie: ἐπί, πᾶν.
Greek Monolingual
ἐπίπαν και ἐπὶ πᾶν (AM)
επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.)
2. περίπου, τουλάχιστον
3. ως ουδ. του επιθ. επίπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παν].
Greek Monotonic
ἐπίπαν: ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:
1. συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπίπαν, επίσης, τὸ ἐπ. και ὡς τὸ ἐπ., σε Ηρόδ.
2. εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπαν: тж. ἐπι πᾶν (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)
1) вообще (говоря), в общем, обычно (πλεῖστον μὲν μεδίμνους ἐννέα, τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. εἰπεῖν Arst. вообще говоря;
2) в целом, всего, итого (τὸ ἐ. ὀγδώκοντα τάλαντα Her.).
Middle Liddell
1. ἐπὶ, πᾶν, adv. upon the whole, in general, on the average, Hdt., Thuc.; ὡς ἐπίπαν, also τὸ ἐπ. and ὡς τὸ ἐπ. Hdt.
2. altogether, Aesch.