αὐτουργία: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> личный труд Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;<br /><b class="num">3)</b> убийство близких Aesch. | |elrutext='''αὐτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[личный труд]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;<br /><b class="num">3)</b> [[убийство близких]] Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[From [[αὐτουργός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] on [[oneself]], i. e. [[self]]-[[murder]] or the [[murder]] of one's own kin, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[personal]] [[labour]], opp. to [[slave]]-[[labour]], Plut. | |mdlsjtxt=[From [[αὐτουργός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] on [[oneself]], i. e. [[self]]-[[murder]] or the [[murder]] of one's own kin, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[personal]] [[labour]], opp. to [[slave]]-[[labour]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A working on oneself, i. e. self-murder or murder of kin, A.Eu.336 (lyr., pl.). II personal labour, opp. slave-labour, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.34. 2 farming oneself, PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.). III experience, Plb.9.14.4.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργία: ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, αὐτοκτονία ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ ἐργασία κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. πεῖρα, Πολύβ. 9. 14, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail qu’on fait soi-même, travail personnel;
2 meurtre sur soi-même ou sur les siens.
Étymologie: αὐτουργός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II 1trabajo personal op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.35, POxy.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν PWash.Univ.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.Ep.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.HE 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.Her.38.4
•actividad τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B.
Greek Monolingual
η (AM αὐτουργία) αυτουργός
νεοελλ.
1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
2. φρ. «ηθική αυτουργία» — η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος
(αρχ.μσν.) το να εργάζεται κανείς προσωπικά στα κτήματά του, αυτοκαλλιέργεια
αρχ.
πείρα.
Greek Monotonic
αὐτουργία: ἡ,
I. το να κάνει κανείς κάτι σε κάποιον με τα ίδια του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.
II. προσωπική εργασία, αντίθ. προς την εργασία των δούλων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτουργία: ἡ
1) личный труд Polyb., Plut.;
2) личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;
3) убийство близких Aesch.
Middle Liddell
[From αὐτουργός
I. a working on oneself, i. e. self-murder or the murder of one's own kin, Aesch.
II. personal labour, opp. to slave-labour, Plut.