πτερύγιον: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πτερύγιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[перышко или крылышко]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (у рыб и проч.) плавник Arst.;<br /><b class="num">3)</b> (у ракообразных и насекомых) хвостовой придаток Arst.;<br /><b class="num">4)</b> (у рогатой совы) кисточка Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[пола хитона]] Arst.;<br /><b class="num">6)</b> тех. брус, дышло Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> архит. крыло (τοῦ ἱεροῦ NT). | |elrutext='''πτερύγιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[перышко или крылышко]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (у рыб и проч.) плавник Arst.;<br /><b class="num">3)</b> (у ракообразных и насекомых) хвостовой придаток Arst.;<br /><b class="num">4)</b> (у рогатой совы) кисточка Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[пола хитона]] Arst.;<br /><b class="num">6)</b> тех. [[брус]], [[дышло]] Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> архит. крыло (τοῦ ἱεροῦ NT). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:25, 20 August 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of πτέρυξ, Arist.HA615b30. II anything like a wing. 1 in plural, fins of fish, ib.489b24, 504b30, IA714a11; of the tail-flaps of a lobster, Id.HA490a3, cf. 525b27, PA684a13, GA720b12; of certain sea-slugs, Id.HA532b22, 24; fins of the sepia and other cuttle-fish, πτερύγι' . . σηπίας ὠπτημένα Sotad.Com.1.16, cf. Alex.187.3, Arist.HA524a31, PA685b16. 2 horns of the horned owl, Id.HA597b22. 3 end or tip of the rudder, Poll.1.90; of a pole, Hsch. 4 in a building, turret or battlement, or (as others) pointed roof, peak, Ev.Luc.4.9; cf. πτέρυξ 11.7. 5 flap, fold (cf. πτέρυξ 11.4), Arist.Aud.802a39, LXXNu. 15.38, Ru.3.9, Poll.7.62; flap of a cuirass, Aen.Tact.31.8; π. κρανῶν IG22.1424a.399 (pl.). 6 in the body, part of the shoulderblade, Poll.2.177; of the ear, parts joining the temples, ib.85, Hsch.; of the nose, parts joining the cheeks, Poll.2.80, Sor.1.71, Gal.UP11.12. 7 Medic., disease of the eye when a membrane grows over it from the inner corner, Hp.Prorrh.2.20, Cels.7.7.4, Dsc.1.108, Gal. 7.732. 8 fleshy excrescence on the nails, Cels.6.19.1, Dsc.1.110, Paul.Aeg.6.85. 9 pl.,= του = πνεύμονος τοῦ λοβοῦ τὰ ἄκρα, Hsch. 10 pl., flanges holding the projector of a torsion-engine, Ph.Bel.54.23; on a κέστρος ΙΙ, Plb.27.11.4.
German (Pape)
[Seite 809] τό, dim. von πτέρυξ, kleiner Flügel, Pol. 27, 9, 4. – Fischflosse, Arist H. A. 1, 5. 2, 13. – Ein Fehler des Auges, wenn sich aus der Karunkel im innern Augenwinkel ein Fell über das Auge zieht; – auch das lieberwachsen des Fleisches über die Nägel der Finger und Zehen, bes. der großen Zehe, Medic. – Wie πτερόν, ein Theil des Tempels, die Zinne, N. T., Matth. 4, 5 Luc. 4, 9; Hesych. erklärt ἀκρωτήριον.
Greek (Liddell-Scott)
πτερύγιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ πτέρυξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 17, 4. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ὅμοιον πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ., τὰ πτερύγια τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 7., 1. 2. 13, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως τὰ πρὸς πτερύγια ὁμοιάζοντα μέρη καρκίνων τινῶν, αὐτόθι 4. 1, 7., 4. 2, 7· ― ὡσαύτως τὰ πρὸς πτερύγια παρεμφερῆ ἄκρα τῆς οὐρᾶς μαλακοστράκων τινῶν, αὐτόθι 1. 5, 10., 4. 2, 7 κἑξ., π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2· ἢ τὰ ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 5· ― ὡσαύτως τὰ ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ἐντόμων τινῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14· - ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς σηπίας, πτερύγ’... σηπίας ὠπτημένα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Πονήρᾳ» 3· ὡσαύτως τὸ περὶ ἅπαν τὸ σῶμα τοῦ τεύθου πτερύγιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4.9, 15. 2) τὰ κέρατα εἴδους τινὸς γλαυκὸς ἢ τοῦ ὤτου («μπούφου», Λατ. strix otus), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 12. 3) τὰ ἄκρα τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 90, Ἡσύχ. 4) ἐν οἰκοδομήματι, πύργος, ἐπάλξεις, ἢ (κατ’ ἄλλους) στέγη εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 9, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5· πτέρυξ ΙΙ. 7· - ἐν μηχανῇ τεμάχιον ξύλου προεξέχον, Πολύβ. 27, 9, 4. 5) = πτέρυξ ΙΙ. 4, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 35, Πολυδ. Ζ΄62, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΕ΄, 37, κτλ.)· - ὅμοιον παράρτημα θώρακος, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 251. 6) ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, τὰ ἑκατέρωθεν τῶν ὡμοπλατῶν ὀνομάζονται πτερύγια, Πολυδ. Β΄ 177· τὸ ἐπὶ τοὺς κροτάφους ἐπικλινὲς μέρος τῶν ὤτων, δηλ. τὸ ἄνω μέρος τῶν ὤτων, αὐτόθι 85, Ἡσύχ.· ἐπὶ τῆς ῥινός, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ ἀκρορρινίου μέρη αὐτῆς τὰ πρὸς τὰς παρειάς, Πολυδ. Β΄, 80, Γαλην. 7) ἐν τῇ ἰατρικῇ, νόσος τοῦ ὀφθαλμοῦ, καθ’ ἣν μεμβρᾶνά τις φύεται ἐπ’ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ κανθοῦ, Γαλην. 7. 322, Κέλσος 7. 7, 5. - Πρβλ. πτέρυξ, πτερόν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite aile.
Étymologie: πτέρυξ.
Spanish
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of πτέρυξ; a winglet, i.e. (figuratively) extremity (top corner): pinnacle.
English (Thayer)
πτερυγίου, τό (diminutive of πτέρυξ, which see), the Sept. for כָּנָף;
1. a wing, little wing.
2. any pointed extremity (of the fins of fish, סַנְפִּיר, Aristotle, Theophrastus; of a part of the dress hanging down in the form of a wing, Pollux 7,14, 62): τό πτερύγιον τοῦ ναοῦ and τοῦ ἱεροῦ, the top of the temple at Jerusalem, Hegesippus (circa 175 A.D.>) quoted in Eusebius, h. e. 2,23, 11; τοῦ ἱεροῦ, τοῦ ναοῦ), others of the top of Solomon's porch, and others of the top of the Royal Portico; this last Josephus (Antiquities 15,11, 5) says was of such great height ὡς εἰ ἀπ' ἄκρου τοῦ ταύτης τέγους ἄμφω συντιθεις τά βάθη διοπτευοι σκοτοδινιαν, οὐκ ἐξικνουμενης τῆς ὄψεως εἰς ἀμέτρητον τόν βυθόν; (cf. Recovery of Jerusalem, especially chapter v.).
Greek Monotonic
πτερύγιον: [ῡ], τό,
I. υποκορ. του πτέρυξ, σε Αριστ.
II. πτέρυγα κτιρίου, πυργίσκος ή έπαλξη, άκρο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πτερύγιον: (ῠ) τό
1) перышко или крылышко Arst.;
2) (у рыб и проч.) плавник Arst.;
3) (у ракообразных и насекомых) хвостовой придаток Arst.;
4) (у рогатой совы) кисточка Arst.;
5) пола хитона Arst.;
6) тех. брус, дышло Polyb.;
7) архит. крыло (τοῦ ἱεροῦ NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτερύγιον -ου, τό [πτέρυξ] geneesk. pterygium, vleugeltje (oogkwaal). dakrand:. τοῦ ἱεροῦ van de tempel NT Luc. 4.9.
Middle Liddell
[Dim. of πτέρυξ, Arist.]
II. the wing of a building, a turret or pinnacle, NTest.
Chinese
原文音譯:pterÚgion 普帖呂居按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(小)展開(者) 相當於: (כָּנָף)
字義溯源:小翅,翅,檐,端點,末端,頂上,頂點,山峰;源自(πτέρυξ)=翅),而 (πτέρυξ)出自(πέτομαι)*=飛)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 翅(1) 路4:9;
2) 檐(1) 太4:5