κακομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκομήχᾰνος:''' злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды ([[Ἑλένη]], [[ἔρις]] Hom.).
|elrutext='''κᾰκομήχᾰνος:''' [[злокозненный]], [[приносящий несчастье]], [[несущий беды]] ([[Ἑλένη]], [[ἔρις]] Hom.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομήχᾰνος Medium diacritics: κακομήχανος Low diacritics: κακομήχανος Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: kakomḗchanos Transliteration B: kakomēchanos Transliteration C: kakomichanos Beta Code: kakomh/xanos

English (LSJ)

Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον, A mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. -νως Phot.Bibl.p.292 B.

German (Pape)

[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.

English (Autenrieth)

(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.

Greek Monolingual

κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικόςκακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυμήχανος, πολυμήχανος].

Greek Monotonic

κᾰκομήχᾰνος: Δωρ. κακομάχ-, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει κακά, κακοποιός, βλαβερός, επιζήμιος, θανάσιμος, ολέθριος, καταστρεπτικός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομήχᾰνος: злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды (Ἑλένη, ἔρις Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος [κακός, μηχανή] onheil stichtend.

Middle Liddell

μηχανή
mischief plotting, mischievous, baneful, Hom.