εὐστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐστόμᾰχος:''' полезный для желудка, удобоваримый Plut.
|elrutext='''εὐστόμᾰχος:''' [[полезный для желудка]], [[удобоваримый]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐστόμᾰχος, ον<br />with [[good]] [[stomach]]: adv., -χως, Anth.
|mdlsjtxt=εὐστόμᾰχος, ον<br />with [[good]] [[stomach]]: adv., -χως, Anth.
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστόμᾰχος Medium diacritics: εὐστόμαχος Low diacritics: ευστόμαχος Capitals: ΕΥΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: eustómachos Transliteration B: eustomachos Transliteration C: efstomachos Beta Code: eu)sto/maxos

English (LSJ)

ον, A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.). II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon pour l’estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.

Greek Monotonic

εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.

Middle Liddell

εὐστόμᾰχος, ον
with good stomach: adv., -χως, Anth.