καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταμάρπτω:''' догонять (τινά Hom.): [[ὅτε]] μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. когда он, преследуя, настигал его; [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Hom. с тех пор, как одолела старость.
|elrutext='''καταμάρπτω:''' [[догонять]] (τινά Hom.): [[ὅτε]] μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. когда он, преследуя, настигал его; [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Hom. с тех пор, как одолела старость.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
}}
}}

Revision as of 13:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμάρπτω Medium diacritics: καταμάρπτω Low diacritics: καταμάρπτω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΠΤΩ
Transliteration A: katamárptō Transliteration B: katamarptō Transliteration C: katamarpto Beta Code: katama/rptw

English (LSJ)

A catch, ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. catch, overtake one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.N.3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ… ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17.

German (Pape)

[Seite 1362] (s. μάρπτω), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάρπτω: καταλαμβάνω, φθάνω τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ ἔντοσθε πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)φθάνω τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ λέξις ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.

French (Bailly abrégé)

saisir ; particul. atteindre à la course, acc..
Étymologie: κατά, μάρπτω.

English (Autenrieth)

aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.

English (Slater)

καταμάρπτω
   1 bring down καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (sc. Πηλεύς, who finally pinned down Thetis despite the many forms she assumed) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) fig., in tmesis, swallow up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)

Greek Monolingual

καταμάρπτω (Α)
1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω
2. συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάρπτω «συλλαμβάνω»].

Greek Monotonic

καταμάρπτω: μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως,, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.

Russian (Dvoretsky)

καταμάρπτω: догонять (τινά Hom.): ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. когда он, преследуя, настигал его; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Hom. с тех пор, как одолела старость.

Middle Liddell

fut. ψω
to catch, Lat. deprehendo, Il.; esp. to catch one running away, Hom., Pind.