Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναθροισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναθροισμός:''' ὁ собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).
|elrutext='''συναθροισμός:''' ὁ [[собирание]], [[сочетание]], [[соединение]] (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συναθροισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[collection]], [[union]], Babr.
|mdlsjtxt=[[συναθροισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[collection]], [[union]], Babr.
}}
}}

Revision as of 11:04, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθροισμός Medium diacritics: συναθροισμός Low diacritics: συναθροισμός Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synathroismós Transliteration B: synathroismos Transliteration C: synathroismos Beta Code: sunaqroismo/s

English (LSJ)

ὁ, A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242. II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.

German (Pape)

[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.

Greek Monotonic

συναθροισμός: ὁ, σύναξη, συλλογή, συνένωση, μάζεμα, συνέλευση, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

συναθροισμός:собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).

Middle Liddell

συναθροισμός, οῦ, ὁ,
a collection, union, Babr.