σχηματοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner une forme, former, figurer, façonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σχηματοποιέομαι]], [[σχηματοποιοῦμαι]];<br /><b>1</b> prendre un air, se donner un maintien;<br /><b>2</b> avoir un caractère particulier <i>en parl. d’un écrivain</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br />donner une forme, former, figurer, façonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σχηματοποιέομαι]], [[σχηματοποιοῦμαι]];<br /><b>1</b> prendre un air, se donner un maintien;<br /><b>2</b> avoir un caractère particulier <i>en parl. d'un écrivain</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 12:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτοποιέω Medium diacritics: σχηματοποιέω Low diacritics: σχηματοποιέω Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: schēmatopoiéō Transliteration B: schēmatopoieō Transliteration C: schimatopoieo Beta Code: sxhmatopoie/w

English (LSJ)

A bring into a certain form or shape, σ. τι οἷον ἂν θέλωσι Thphr.HP9.4.10; -ποιοῦσα γραμμή a line forming a figure, Procl. in Euc.p.111 F.:—Pass., take a certain shape or posture, X.Eq.10.5: Rhet., to have a particular character or air, Aristid.Rh.2p.535S. 2 Med., represent in pantomime, Poll.4.95.

German (Pape)

[Seite 1055] formen, gestalten, bilden, eine Form, Gestalt machen, geben, Theophr. u. a. Sp. – Im med. wie σχηματίζομαι, eine Gestalt, Haltung des Leibes annehmen, Xen. Equ. 10, 5; dah. von Pantomimen, durch Haltung u. Gebehrden eine Handlung darstellen.

Greek (Liddell-Scott)

σχημᾰτοποιέω: σχηματίζωδιαπλάσσω τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι ἐνταῦθα καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων οἷον ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, λαμβάνω ὡρισμένον τι σχῆμα ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς παριστάνω, Πολυδ. Δ΄, 95.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme, former, figurer, façonner;
Moy. σχηματοποιέομαι, σχηματοποιοῦμαι;
1 prendre un air, se donner un maintien;
2 avoir un caractère particulier en parl. d'un écrivain.
Étymologie: σχῆμα, ποιέω.

Spanish

dar cierta forma

Greek Monotonic

σχημᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, σχηματίζω, διαπλάθω, μορφοποιώ, δίνω σε κάτι συγκεκριμένο σχήμα, διαμορφώνω — Παθ., λαμβάνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια συγκεκριμένη θέση ή στάση, σε Ξεν.

Middle Liddell

σχημᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
to bring into a certain form: Pass. to take a certain shape or posture, Xen.