πριστός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pristos
|Transliteration C=pristos
|Beta Code=pristo/s
|Beta Code=pristo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sawn]], ἐλέφας <span class="bibl">Od.18.196</span>, <span class="bibl">19.564</span>; π. λόγχης ῥινήματα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>724</span>; [[λίθος]], of marble, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.5.2</span>; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα <span class="title">AP</span>6.233 (Maec.).</span>
|Definition=ή, όν, [[sawn]], ἐλέφας <span class="bibl">Od.18.196</span>, <span class="bibl">19.564</span>; π. λόγχης ῥινήματα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>724</span>; [[λίθος]], of marble, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.5.2</span>; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα <span class="title">AP</span>6.233 (Maec.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:47, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστός Medium diacritics: πριστός Low diacritics: πριστός Capitals: ΠΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pristós Transliteration B: pristos Transliteration C: pristos Beta Code: pristo/s

English (LSJ)

ή, όν, sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).

Greek (Liddell-Scott)

πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.

English (Autenrieth)

(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Greek Monotonic

πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πριστός: [adj. verb. к πρίω I]
1) пиленый, обточенный (ἐλέφας Hom.);
2) получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);
3) зазубренный (κνῆσμα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.

Middle Liddell

πριστός, ή, όν verb. adj.]
sawn, Od.