δημιοπληθής: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimioplithis | |Transliteration C=dimioplithis | ||
|Beta Code=dhmioplhqh/s | |Beta Code=dhmioplhqh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[abounding for public use]], <b class="b3">κτήνη δ</b>. cattle [[of which the people have large store]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 129</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, abounding for public use, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, A.Ag. 129 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 562] ές, was das Volk in Menge hat; κτήνη Aesch. Ag. 128.
Greek (Liddell-Scott)
δημιοπληθής: -ές, ἄφθονος πρὸς χρῆσιν τοῦ δήμου, κτήνη δ., κτήνη, ὧν ὁ δῆμος ἔχει μέγα πλῆθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 128.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
que le peuple possède en abondance.
Étymologie: δῆμος, πλῆθος.
Spanish (DGE)
-ές
abundante para el pueblo, que el pueblo posee en abundancia κτήνη A.A.129.
Greek Monolingual
δημιοπληθής, -ές (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο λαός με αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + -πληθής < πλήθος].
Greek Monotonic
δημιοπληθής: -ές (πλήθω), πολυπληθής, άφθονος για το λαό· κτήνη δ., βόδια από τα οποία οι άνθρωποι έχουν μεγάλα αποθέματα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημιοπληθής -ές [δῆμος, πλῆθος] in overvloed ter beschikking van het volk.
Russian (Dvoretsky)
δημιοπληθής: имеющийся в изобилии у народа: κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. народное имущество.
Middle Liddell
πλήθω
abounding in public, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, Aesch.