ἐπιβαρύνω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivaryno | |Transliteration C=epivaryno | ||
|Beta Code=e)pibaru/nw | |Beta Code=e)pibaru/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[press heavily on]] the enemy, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>25</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:40, 24 August 2022
English (LSJ)
press heavily on the enemy, App.Mith.25.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰρύνω: ἐπίκειμαι βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.
Greek Monolingual
(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.