ἐτυμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=etymologikos
|Transliteration C=etymologikos
|Beta Code=e)tumologiko/s
|Beta Code=e)tumologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belonging to]] [[ἐτυμολογία]], <span class="bibl">Eust.1799.25</span>; -[[κά]], [[τά]], title of work by Chrysipp. (<span class="title">Stoic.</span>2.9, al.); <b class="b3">ἡ-κή</b> [[the science of etymology]], Varro <span class="title">LL</span>7.109; τὸ -κόν [[an etymological dictionary]], EM212.13 (pl.), Sch.<span class="bibl">Il.13.130</span> (pl.), etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.396.15</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[belonging to]] [[ἐτυμολογία]], <span class="bibl">Eust.1799.25</span>; -[[κά]], [[τά]], title of work by Chrysipp. (<span class="title">Stoic.</span>2.9, al.); <b class="b3">ἡ-κή</b> [[the science of etymology]], Varro <span class="title">LL</span>7.109; τὸ -κόν [[an etymological dictionary]], EM212.13 (pl.), Sch.<span class="bibl">Il.13.130</span> (pl.), etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.396.15</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτῠμολογικός Medium diacritics: ἐτυμολογικός Low diacritics: ετυμολογικός Capitals: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: etymologikós Transliteration B: etymologikos Transliteration C: etymologikos Beta Code: e)tumologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; -κά, τά, title of work by Chrysipp. (Stoic.2.9, al.); ἡ-κή the science of etymology, Varro LL7.109; τὸ -κόν an etymological dictionary, EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. -κῶς Eust.396.15.

German (Pape)

[Seite 1053] ή, όν, zur Etymologie gehörig, darin geschickt, Schol.; τὰ ἐτυμολογικά, Bücher darüber, Schol. Il. 13, 130. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτυμολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
ετυμολόγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη του ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.