ἀποχαλάω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apochalao | |Transliteration C=apochalao | ||
|Beta Code=a)poxala/w | |Beta Code=a)poxala/w | ||
|Definition= | |Definition=[[slack away]], ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>762</span>; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:48, 24 August 2022
English (LSJ)
slack away, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός Ar.Nu.762; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 336] (s. χαλάω), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχᾰλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία ἐν Κυζίκῳ καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relâcher.
Étymologie: ἀπό, χαλάω.
Spanish (DGE)
soltar, dejar libre, relajar τὴν φροντίδα Ar.Nu.762, ἐαυτὸν ... ἀποχαλάσας Plu.2.655b (cj. ap. crít.), tb. en v. med. (τὸ νεῦρον) ἀποχαλᾶσθαι καὶ συστρέφεσθαι Gal.18(1).736.
Greek Monotonic
ἀποχᾰλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω και αφήνω ένα σχοινί· ἀποχάλα τὴν φροντίδα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχᾰλάω: давать волю, отпускать на свободу (τὴν φροντίδα Arph.; ἑαυτόν Plut.).