παρέκβασις: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρέκβᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[уклонение]], [[нарушение]] (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (в речи) отступление, отклонение Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.
|elrutext='''παρέκβᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[уклонение]], [[нарушение]] (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (в речи), [[отступление]], [[отклонение]], Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:56, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκβᾰσις Medium diacritics: παρέκβασις Low diacritics: παρέκβασις Capitals: ΠΑΡΕΚΒΑΣΙΣ
Transliteration A: parékbasis Transliteration B: parekbasis Transliteration C: parekvasis Beta Code: pare/kbasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A going aside from: metaph., deviation from, τοῦ δικαίου Arist.Pol. 1307a7. 2 especially of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN1160a31, cf. Pol.1279a20, 1283a29, al. II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.P.3.101.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Abweichung vom rechten Wege, rechten Maaße, Arist. eth. 8, 12 pol. 3, 7 u. öfter; Abschweifung in der Rede, Isae. 6, 59, Pol. 3, 9, 6; ἵνα μὴ μακρὰς ποιώμεθα τὰς παρεκβάσεις, D. Sic. 1, 37; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκβᾰσις: ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., ἔκκλισις ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς εἶναι παρέκβασις τῆς βασιλείας, ἡ ὀλιγαρχία τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ δημοκρατία τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρέκβασις ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déviation (de la forme d'un gouvernement).
Étymologie: παρεκβαίνω.

Greek Monotonic

παρέκβᾰσις: -εως, ἡ, παρέκκλιση, απομάκρυνση από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η τυραννίς είναι η παρέκβασις από τη μοναρχία, η ολιγαρχία από την αριστοκρατία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρέκβᾰσις: εως ἡ
1) отход, уклонение, нарушение (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);
2) (в речи), отступление, отклонение, Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέκβασις -εως, ἡ [παρεκβαίνω] overtreding:. διὰ τὴν... τοῦ δικαίου παρέκβασιν door de schending van de rechtvaardigheid Aristot. Pol. 1307a7. afwijking; ongunstig:; πολιτείας δ’ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις er zijn drie soorten staatsvormen en evenzovele ontaardingen Aristot. EN 1160a31; uitweiding.

Middle Liddell

παρέκβᾰσις, εως,
a deviation from, c. gen., Arist.; of constitutional forms, τυραννίς is a παρέκβασις from monarchy, oligarchy from aristocracy, Arist.