περιέλασις: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />espace où | |btext=εως (ἡ) :<br />espace où l'on peut circuler à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[περιελαύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:44, 5 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A driving about, Hp.Aër.20 (pl.); hurling about, cj. in Plu.2.916d (pl.). II place for driving round, roadway, Hdt. 1.179.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumtreiben, Herumfahren, τὸ μέσον τῶν οἰκημάτων ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν, Raum zum Herumfahren, Her. 1, 179.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ περιελαύνειν, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292. ΙΙ. τόπος πρὸς περιέλασιν, λεωφόρος, Ἡρόδ. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
espace où l'on peut circuler à cheval.
Étymologie: περιελαύνω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α περιελαύνω
1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.)
2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι
3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος.
Greek Monotonic
περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τόπος για περιέλαση, πέρασμα, λεωφόρος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιέλᾰσις: εως ἡ место для объезда или проезда: τὸ μέσον ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν Her. середину оставили для проезда четверки лошадей.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιέλασις -εως, ἡ [περιελαύνω] het rondrijden. Hp. Aër. 20. rondweg:. τεθρίππῳ π. rondweg voor een vierspan Hdt. 1.179.3.
Middle Liddell
περιέλᾰσις, εως,
a place for driving round, a roadway, Hdt. [from περιελαύνω