ἀργυράγχη: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « argyrancie », maladie de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ἄγχω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « argyrancie », maladie de l'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ἄγχω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:49, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠράγχη Medium diacritics: ἀργυράγχη Low diacritics: αργυράγχη Capitals: ΑΡΓΥΡΑΓΧΗ
Transliteration A: argyránchē Transliteration B: argyranchē Transliteration C: argyragchi Beta Code: a)rgura/gxh

English (LSJ)

ἡ, (formed after κυνάγχη) silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.

Greek Monolingual

ἀργυράγχη, η (Α)
λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β' συνθετ.) < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη, χοιράγχη)].

Greek Monotonic

ἀργῠράγχη: ἡ, το συνάχι από ασήμι· σκωπτική λέξη που σχηματίστηκε κατά το κυνάγχη, και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε συνάχι, δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην ουσία όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠράγχη: ἡ ирон. (по созвучию с κυνάγχη) серебряная ангина (отказ подкупленного оратора от выступления под предлогом болезни горла) Plut.

Middle Liddell

ἄργυρος, ἄγχω
silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really (it was alleged) because he was bribed, Plut.