κεδρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kedria
|Transliteration C=kedria
|Beta Code=kedri/a
|Beta Code=kedri/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, [[oil of]] [[κεδρελάτη]], <span class="bibl">Hdt.2.87</span>, <span class="bibl">D.S.1.91</span>, Dsc. 1.77, Erot.s.v. [[κεδρίνῳ]]; cf. [[κεδρέα]].
|Definition=Ion. [[κεδρίη]], ἡ, [[oil of cedrelate]] ([[κεδρελάτη]]), <span class="bibl">Hdt.2.87</span>, <span class="bibl">D.S.1.91</span>, Dsc. 1.77, Erot.s.v. [[κεδρίνῳ]]; cf. [[κεδρέα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.
|elnltext=κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεδρία]], ἡ,<br />[[cedar]] [[resin]] or oil, Hdt. [from [[κέδρος]]
|mdlsjtxt=[[κεδρία]], ἡ,<br />[[cedar]] [[resin]] or oil, Hdt. [from [[κέδρος]]
}}
}}

Revision as of 07:29, 7 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρία Medium diacritics: κεδρία Low diacritics: κεδρία Capitals: ΚΕΔΡΙΑ
Transliteration A: kedría Transliteration B: kedria Transliteration C: kedria Beta Code: kedri/a

English (LSJ)

Ion. κεδρίη, ἡ, oil of cedrelate (κεδρελάτη), Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Spanish

aceite de cedro

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα, συκέα)].

Greek Monotonic

κεδρία: Ιων. -ίη, , ρητίνη από κέδρο ή λάδι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κεδρία: ион. κεδρίη ἡ кедровая смола Her., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.

Middle Liddell

κεδρία, ἡ,
cedar resin or oil, Hdt. [from κέδρος