φοινικόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόλοφος:''' [[с пурпурным гребнем или хохолком]] ([[δράκων]] Eur.; [[ὄρνις]] Theocr.).
|elrutext='''φοινῑκόλοφος:''' [[с пурпурным гребнем]] или [[с пурпурным хохолком]] ([[δράκων]] Eur.; [[ὄρνις]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκό-λοφος, ον,<br />[[purple]] or [[crimson]]-[[crested]], Eur.
|mdlsjtxt=φοινῑκό-λοφος, ον,<br />[[purple]] or [[crimson]]-[[crested]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:22, 19 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόλοφος Medium diacritics: φοινικόλοφος Low diacritics: φοινικόλοφος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: phoinikólophos Transliteration B: phoinikolophos Transliteration C: foinikolofos Beta Code: foiniko/lofos

English (LSJ)

ον, purple-crested or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό-λοφος, χρυσό-λοφος].

Greek Monotonic

φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόλοφος: с пурпурным гребнем или с пурпурным хохолком (δράκων Eur.; ὄρνις Theocr.).

Middle Liddell

φοινῑκό-λοφος, ον,
purple or crimson-crested, Eur.