Καρύαι: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κᾰρύαι:''' [ῠ], -ῶν, αἱ,<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] στην Λακωνία με περίφημο ναό της Άρτεμης, σε Θουκ. <b>II.[[Καρυᾶτις]]</b>, <i>ἡ</i>, [[ονομασία]] της Άρτεμης· απ' όπου Καρυᾱτίζω, [[ορχούμαι]], [[χορεύω]] το χορό των Καρυάτιδων, σε Λουκ.
|lsmtext='''Κᾰρύαι:''' [ῠ], -ῶν, αἱ,<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] στην Λακωνία με περίφημο ναό της Άρτεμης, σε Θουκ. <b>II. [[Καρυᾶτις]]</b>, <i>ἡ</i>, [[ονομασία]] της Άρτεμης· απ' όπου Καρυᾱτίζω, [[ορχούμαι]], [[χορεύω]] το χορό των Καρυάτιδων, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:20, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾰρύαι Medium diacritics: Καρύαι Low diacritics: Καρύαι Capitals: ΚΑΡΥΑΙ
Transliteration A: Karýai Transliteration B: Karyai Transliteration C: Karyai Beta Code: *karu/ai

English (LSJ)

[ῠ], ῶν, αἱ, Caryae, a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Th.5.55, etc.:—hence Κᾰρῠᾶτις, ιδος, ἡ, μέλισσα (prob. priestess of Artemis) St.Byz.; as substantive esp. 1 Artemis, Paus.3.10.7. 2 dance in honour of Artemis, Poll.4.104; cf. καρυατίζω 2. II Κᾰρῠάτῐδες, ων, αἱ, priestesses of Artemis at Caryae, Pratin.Lyr.4. 2 Archit., female figures used as bearing-shafts, Lync. ap. Ath.6.241e, Vitr.1.1.5. 3 a kind of ear-rings, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

Καρύαι: ῶν αἱ, τόπος ἐν Λακωνικῇ μετὰ περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν ὄρχημα εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, Πολυδ. Δ΄, 104· - ὁπόθεν Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ ὄρχημα τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες εἶναι ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) εἶδος ἐνωτίου, Πολυδ. Ε΄,97.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Karyes, bourg de Laconie, avec un temple d'Artémis.

Greek Monotonic

Κᾰρύαι: [ῠ], -ῶν, αἱ,
I. τόπος στην Λακωνία με περίφημο ναό της Άρτεμης, σε Θουκ. II. Καρυᾶτις, , ονομασία της Άρτεμης· απ' όπου Καρυᾱτίζω, ορχούμαι, χορεύω το χορό των Καρυάτιδων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Καρύαι: ῶν αἱ Карии (город в Лаконии с храмом Артемиды Καρυᾶτις) Thuc.

Middle Liddell


I. a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Thuc.:—hence,
II. Καρυᾶτις, ἡ, a name of Artemis