πότημα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potima
|Transliteration C=potima
|Beta Code=po/thma
|Beta Code=po/thma
|Definition=(A), ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flight]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>250</span> ([[πωτήμασι]] codd.).</span><br /><span class="bld">πότημα</span> (B), ατος, τό, (πίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>18</span> (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.<span class="title">Fr.</span>50 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pill]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.20</span>.</span>
|Definition=(A), ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flight]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>250</span> ([[πωτήμασι]] codd.).</span><br />(B), ατος, τό, ([[πίνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>18</span> (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.<span class="title">Fr.</span>50 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pill]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.20</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 07:06, 30 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότημα Medium diacritics: πότημα Low diacritics: πότημα Capitals: ΠΟΤΗΜΑ
Transliteration A: pótēma Transliteration B: potēma Transliteration C: potima Beta Code: po/thma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
(B), ατος, τό, (πίνω) A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.). II pill, Paul.Aeg.3.20.

German (Pape)

[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.

Greek Monolingual

(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμαὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφ-ημα)].

Greek Monotonic

πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.

Russian (Dvoretsky)

πότημα: ατος τό Aesch. v.l. = πώτημα.

Middle Liddell

πότημα, ατος, τό, ποτάομαι
a flight, Aesch.