ἄμποτε: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)/mpote | |Beta Code=a)/mpote | ||
|Definition=i. e. <b class="b3">ἄν ποτε</b>, with opt., <b class="b2">o that!</b> Sch. rec. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>971</span>. | |Definition=i. e. <b class="b3">ἄν ποτε</b>, with opt., <b class="b2">o that!</b> Sch. rec. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>971</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=c. opt. (ἄν ποτε) [[ojalá que]] Sch.A.<i>Pr</i>.971. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμποτε''': ὅ ἐ, ἄν ποτε, μετ’ εὐκτ., ὤ [[εἴθε]]! Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 971. | |lstext='''ἄμποτε''': ὅ ἐ, ἄν ποτε, μετ’ εὐκτ., ὤ [[εἴθε]]! Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 971. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και άμποτες <b>επιφών.</b> (Μ [[ἄμποτε]] και ἄμποτες)<br />[[είθε]], [[μακάρι]], ο Θεός να δώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]]. Ο τ. απαντά για πρώτη [[φορά]], και [[μάλιστα]] με ευχετική [[σημασία]], ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] ἴδοιμι</i>) του στίχου 971 του <i>Προμηθέα</i> του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (<b>Αισχ.</b> Πρ. 971), [[καθώς]] [[επίσης]] και λίγο [[παρακάτω]] ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] νοσοίην) της ευκτικής: <i>Νοσοῖμ</i>’ <i>ἄν</i> του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το <i>ἄν [[ποτέ]] «αν [[καμιά]] [[φορά]]», με [[παράλειψη]] της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. ([[πρβλ]]. «αν [[ποτέ]] είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «[[άμποτε]] να είχα»). Στη νεοελλ. [[εκτός]] από [[επιφώνημα]] που εκφράζει [[ευχή]], χρησιμοποιείται [[ακόμη]] ως υποθετ. [[σύνδεσμος]] και ως ερωτηματικό [[μόριο]] που εκφράζει [[απορία]] ή [[ερώτηση]]. Παράλληλα υπάρχει και τ. <i>άμποτες</i>, ήδη μσν. ([[πρβλ]]. [[ποτέ]]<br /><i>ποτές</i>)]. | |mltxt=και άμποτες <b>επιφών.</b> (Μ [[ἄμποτε]] και ἄμποτες)<br />[[είθε]], [[μακάρι]], ο Θεός να δώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]]. Ο τ. απαντά για πρώτη [[φορά]], και [[μάλιστα]] με ευχετική [[σημασία]], ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] ἴδοιμι</i>) του στίχου 971 του <i>Προμηθέα</i> του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (<b>Αισχ.</b> Πρ. 971), [[καθώς]] [[επίσης]] και λίγο [[παρακάτω]] ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] νοσοίην) της ευκτικής: <i>Νοσοῖμ</i>’ <i>ἄν</i> του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το <i>ἄν [[ποτέ]] «αν [[καμιά]] [[φορά]]», με [[παράλειψη]] της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. ([[πρβλ]]. «αν [[ποτέ]] είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «[[άμποτε]] να είχα»). Στη νεοελλ. [[εκτός]] από [[επιφώνημα]] που εκφράζει [[ευχή]], χρησιμοποιείται [[ακόμη]] ως υποθετ. [[σύνδεσμος]] και ως ερωτηματικό [[μόριο]] που εκφράζει [[απορία]] ή [[ερώτηση]]. Παράλληλα υπάρχει και τ. <i>άμποτες</i>, ήδη μσν. ([[πρβλ]]. [[ποτέ]]<br /><i>ποτές</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 1 October 2022
English (LSJ)
i. e. ἄν ποτε, with opt., o that! Sch. rec. A.Pr.971.
Spanish (DGE)
c. opt. (ἄν ποτε) ojalá que Sch.A.Pr.971.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμποτε: ὅ ἐ, ἄν ποτε, μετ’ εὐκτ., ὤ εἴθε! Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 971.
Greek Monolingual
και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες)
είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) του στίχου 971 του Προμηθέα του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (Αισχ. Πρ. 971), καθώς επίσης και λίγο παρακάτω ως σχόλιο (ἄμποτε νοσοίην) της ευκτικής: Νοσοῖμ’ ἄν του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το ἄν ποτέ «αν καμιά φορά», με παράλειψη της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. (πρβλ. «αν ποτέ είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «άμποτε να είχα»). Στη νεοελλ. εκτός από επιφώνημα που εκφράζει ευχή, χρησιμοποιείται ακόμη ως υποθετ. σύνδεσμος και ως ερωτηματικό μόριο που εκφράζει απορία ή ερώτηση. Παράλληλα υπάρχει και τ. άμποτες, ήδη μσν. (πρβλ. ποτέ
ποτές)].