εὐφραδής: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)fradh/s | |Beta Code=eu)fradh/s | ||
|Definition=ές, ([[φράζω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[express]]ing [[oneself]] [[correctly]] or [[accurately]], <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>968.30</span>, Suid. Ep.Adv. [[εὐφραδέως]] = [[eloquently]], πεπνυμένα πάντ' [[ἀγορεύειν]] <span class="bibl">Od.19.352</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., [[well-expressed]], λόγος <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span>4.64</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Il.14.382</span> (Comp.), etc.</span> | |Definition=ές, ([[φράζω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[express]]ing [[oneself]] [[correctly]] or [[accurately]], <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>968.30</span>, Suid. Ep.Adv. [[εὐφραδέως]] = [[eloquently]], πεπνυμένα πάντ' [[ἀγορεύειν]] <span class="bibl">Od.19.352</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., [[well-expressed]], λόγος <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span>4.64</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Il.14.382</span> (Comp.), etc.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui parle bien, avec élégance <i>ou</i> justesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φράζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) «[[σαφής]]» Σουΐδ, 2) Παθ., [[καλῶς]], ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις. | |lstext='''εὐφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) «[[σαφής]]» Σουΐδ, 2) Παθ., [[καλῶς]], ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, (φράζω) A expressing oneself correctly or accurately, Simp. in Ph.968.30, Suid. Ep.Adv. εὐφραδέως = eloquently, πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύειν Od.19.352. 2 Pass., well-expressed, λόγος Lyd.Mens.4.64, cf. Sch.Il.14.382 (Comp.), etc.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui parle bien, avec élégance ou justesse.
Étymologie: εὖ, φράζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφρᾰδής: -ές, (φράζω) «σαφής» Σουΐδ, 2) Παθ., καλῶς, ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφραδής, -ές)
αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια
2. ο εκφρασμένος καλά.
επίρρ...
ευφραδώς (Α εὐφραδέως)
με ευγλωττία, με ευφράδεια
αρχ.
1. καθαρά, με σαφήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραδής (< φράζω < φράδ-jω «μιλώ, λέγω»), πρβλ. θεοφραδής, κακοφραδής.
Greek Monotonic
εὐφρᾰδής: -ές (φράζω), καλοειπωμένος· επίρρ., εὐφραδέως ἀγορεύειν, μιλώ με ευγλωττία, με ευφράδεια, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εὐ-φρᾰδής, ές φράζω
well-expressed: adv., εὐφραδέως ἀγορεύειν to speak in set terms, eloquently, Od.