εὐκαιρέω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] gute Zeit, Muße haben, bekommen, Pol. 20, 9, 4 u. a. Sp.; sequ. int., ηὐκαίρουν ἐπινοεῖν τι τῶν κρειττόνων Luc. Amor. 33; – οἱ εὐκαιροῦντες τοῖς βίοις sind die Reichen (an Lebensgut), Pol. 32, 21, 12; so med., Posidon. bei Ath. VI, 275 a. S. Lob. Phryn. p. 125. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] gute Zeit, Muße haben, bekommen, Pol. 20, 9, 4 u. a. Sp.; sequ. int., ηὐκαίρουν ἐπινοεῖν τι τῶν κρειττόνων Luc. Amor. 33; – οἱ εὐκαιροῦντες τοῖς βίοις sind die Reichen (an Lebensgut), Pol. 32, 21, 12; so med., Posidon. bei Ath. VI, 275 a. S. Lob. Phryn. p. 125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὐκαίρουν, <i>f.</i> εὐκαιρήσω;<br />avoir du bon temps, du loisir, avoir le temps.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκαιρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκαιρέω''': ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι [[πρᾶγμα]], μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις [[ἑαυτοῦ]] Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. [[ἐνευκαιρέω]], ΙΙΙ. [[ἀπολαύω]] εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ὡσαύτως]] εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 275Α. | |lstext='''εὐκαιρέω''': ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι [[πρᾶγμα]], μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις [[ἑαυτοῦ]] Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. [[ἐνευκαιρέω]], ΙΙΙ. [[ἀπολαύω]] εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ὡσαύτως]] εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 275Α. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
(late, acc. to Phryn.103), A have opportunity, leisure or time, PSI4.342.2 (iii B.C.), Plb.20.9.4, 1 Ep.Cor.16.12, etc.: c. inf., οὐδὲ φαγεῖν ηὐκαίρουν Ev.Marc.6.31, cf. Plu.2.223d, Luc.Am.33; τοῦ διαβῆναι PEleph.29.7 (iii B.C.). II τινι or εἴς τι, devote one's leisure to a thing, εὐ. τοῖς ἀθανάτοις ἑαυτοῦ Chio Ep.16.6; εὐ. εἰς οὐδὲν ἕτερον ἢ… Act.Ap.17.21. III enjoy good times, prosper, Plb.4.60.10; τοῖς βίοις Id.32.5.12: in this sense also εὐκαιρέομαι, Posidon.59 J. 2 to be timely, Phld. Rh.2.64 S., Epicur.(?) Oxy.215ii2.
German (Pape)
[Seite 1073] gute Zeit, Muße haben, bekommen, Pol. 20, 9, 4 u. a. Sp.; sequ. int., ηὐκαίρουν ἐπινοεῖν τι τῶν κρειττόνων Luc. Amor. 33; – οἱ εὐκαιροῦντες τοῖς βίοις sind die Reichen (an Lebensgut), Pol. 32, 21, 12; so med., Posidon. bei Ath. VI, 275 a. S. Lob. Phryn. p. 125.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ηὐκαίρουν, f. εὐκαιρήσω;
avoir du bon temps, du loisir, avoir le temps.
Étymologie: εὔκαιρος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαιρέω: ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι πρᾶγμα, μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις ἑαυτοῦ Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. ἐνευκαιρέω, ΙΙΙ. ἀπολαύω εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡσαύτως εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 275Α.
English (Strong)
from εὔκαιρος; to have good time, i.e. opportunity or leisure: have leisure (convenient time), spend time.
English (Thayer)
ἐυκαίρω: imperfect εὐκαίρουν (so L T Tr WH in R G in ηὐκαίρουν (R G in Mark, the passage cited; L T Tr WH in Acts, the passage cited) (between which the manuscripts vary, see εὐδοκέω, at the beginning); 1st aorist subjunctive ἐυκαιρήσω; (εὔκαιρος); a later word, from Polybius onward (cf. Lob. ad Phryn., p. 125f; (Rutherford, New Phryn., p. 205; Sophocles Lexicon, under the word)); to have opportunity: to have leisure, followed by an infinitive, to do something, Plutarch, ii., p. 223d. Cleomedes (100 A.D.>?) Anax. § 9)); to give one's time to a thing, εἰς τί, Acts 17:21.
Greek Monotonic
εὐκαιρέω: μέλ. -ήσω, αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι, εἴς τι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐκαιρέω:
1) располагать свободным временем, иметь досуг Polyb., Plut., Luc.;
2) наслаждаться счастьем, жить в довольстве, благоденствовать Polyb.
Middle Liddell
εὐκαιρέω, fut. -ήσω
to devote one's leisure, εἴς τι NTest.
Chinese
原文音譯:eÙkairšw 由-開雷哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:好-季節
字義溯源:合時宜,有空閑,有工夫,工夫,有機會,機會,顧;源自(εὔκαιρος)=合時宜的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(καιρός)*=時機)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善)
出現次數:總共(3);可(1);徒(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯有工夫(1) 可6:31;
2) 他有機會(1) 林前16:12;
3) 顧(1) 徒17:21