θήρειος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, fem. auch [[θηρεία]], Plat. Phaedr. 248 d, als [[varia lectio|v.l.]], wie Paul. Sil. 26 (V, 266); [[thierisch]], [[φύσις]] Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; [[δάκος]] Eur. Cycl. 304; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, fem. auch [[θηρεία]], Plat. Phaedr. 248 d, als [[varia lectio|v.l.]], wie Paul. Sil. 26 (V, 266); [[thierisch]], [[φύσις]] Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; [[δάκος]] Eur. Cycl. 304; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />de bête sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />de bête sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρειος Medium diacritics: θήρειος Low diacritics: θήρειος Capitals: ΘΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: thḗreios Transliteration B: thēreios Transliteration C: thireios Beta Code: qh/reios

English (LSJ)

ον, also α, ον v.l. in Pl.Phdr.248d, AP5.265 (Paul. Sil.): (θήρ):—A of wild beasts, δέρμα θ. λέοντος Panyas.1, cf. Hanno Peripl.9; μέλεα Emp.101; θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, A.Ch.232; θ. δάκος,= θήρ, E.Cyc.325; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, S.Tr.1059; θ. κρέα game, X.Cyr. 1.3.6; so θήρεια, τά, Hp.Aff.52; θ. φύσις Pl. l.c.; θ. αὐλός (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75. II θ. στόματα the entrance of the Circus, IG4.365 (Corinth).

German (Pape)

[Seite 1209] ον, fem. auch θηρεία, Plat. Phaedr. 248 d, als v.l., wie Paul. Sil. 26 (V, 266); thierisch, φύσις Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; δάκος Eur. Cycl. 304; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
de bête sauvage.
Étymologie: θήρ.

Greek (Liddell-Scott)

θήρειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. κάδος = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, κυνήγιον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. φύσις Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε θήρα ΙΙΙ.

Greek Monolingual

θήρειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α) θηρ
1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)
2. φρ. α) «θήρειος γραφή» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα
β) «θήρειον δάκος» — άγριο θηρίο, Ευρ.
γ) «θήρειος βία» — ο Κένταυρος, Σοφ.
δ) «θήρεια κρέα» — κυνήγι, Ξεν.
ε) «θήρειος αυλός» — αυλός κατασκευασμένος από πόδι νεαρού ελαφιού, Πολυδ.
στ) «θήρεια στόματα» — η είσοδος του ιπποδρομίου.

Greek Monotonic

θήρειος: -ον, και -α, -ον (θήρ), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· θήρειον γραφήν, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· θήρειος δάκος = θήρ, σε Ευρ.· θηρεία βία, περιφρ. αντί ὁ θήρ, ο κένταυρος, σε Σοφ.· θήρεια κρέα, κυνήγι, λεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θήρειος: и 3 звериный (φύσις Plat.; βία Soph.; εἰκών Anth.): κρέα θήρεια Xen. дичина; θήρειον δάκος Eur. дикое животное.

Middle Liddell

θήρειος, ον [θήρ]
of wild beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, Aesch.; θ. δάκος = θήρ, Eur.; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. κρέα game, Xen.

English (Woodhouse)

of a brute, of wild beasts

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)