κριτός: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] ausgeschieden, ausgewählt, [[erlesen]], von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ [[ἐννέα]] Od. 8, 258; [[γένος]] Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ [[κτῆμα]] καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] ausgeschieden, ausgewählt, [[erlesen]], von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ [[ἐννέα]] Od. 8, 258; [[γένος]] Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ [[κτῆμα]] καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ. | |lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
English (Autenrieth)
(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.
English (Slater)
κρῐτός distinguished “νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
Greek Monolingual
κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρῐτός:
1) выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2) отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen.
Middle Liddell
κρῐτός, ή, όν verb. adj. of κρίνω
1. picked out, chosen, Hom.
2. choice, excellent, Pind., Soph.