κριτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] ausgeschieden, ausgewählt, [[erlesen]], von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ [[ἐννέα]] Od. 8, 258; [[γένος]] Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ [[κτῆμα]] καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] ausgeschieden, ausgewählt, [[erlesen]], von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ [[ἐννέα]] Od. 8, 258; [[γένος]] Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ [[κτῆμα]] καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐτός Medium diacritics: κριτός Low diacritics: κριτός Capitals: ΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: kritós Transliteration B: kritos Transliteration C: kritos Beta Code: krito/s

English (LSJ)

ή, όν, A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.

English (Autenrieth)

(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.

English (Slater)

κρῐτός distinguishedνῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)

Greek Monolingual

κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρῐτός:
1) выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2) отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen.

Middle Liddell

κρῐτός, ή, όν verb. adj. of κρίνω
1. picked out, chosen, Hom.
2. choice, excellent, Pind., Soph.

English (Woodhouse)

chosen, singled out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)