Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακλαίω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] att. [[μετακλάω]] (s. [[κλαίω]]), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] att. [[μετακλάω]] (s. [[κλαίω]]), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.
}}
{{bailly
|btext=pleurer ensuite, <i>càd</i> déplorer la perte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετακλαίομαι pleurer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=pleurer ensuite, <i>càd</i> déplorer la perte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετακλαίομαι pleurer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κλαίω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακλαίω Medium diacritics: μετακλαίω Low diacritics: μετακλαίω Capitals: ΜΕΤΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: metaklaíō Transliteration B: metaklaiō Transliteration C: metaklaio Beta Code: metaklai/w

English (LSJ)

A weep afterwards or too late, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Il.11.764. II lament afterwards, τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209:—Med., τὸν ἐμὸν βίον E.Hec.214 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 147] att. μετακλάω (s. κλαίω), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.

French (Bailly abrégé)

pleurer ensuite, càd déplorer la perte de, acc.;
Moy. μετακλαίομαι pleurer avec ou en même temps.
Étymologie: μετά, κλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλαίω: μελλ. -κλαύσομαι· - κλαίω κατόπιν, ἢ ὅταν εἶναι πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., ὡσαύτως, θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ ταῦτα, Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. μεταστένω ΙΙ.

English (Autenrieth)

fut. inf. μετακλαύσεσθαι: weep afterward, lament hereafter, Il. 11.764†.

Greek Monolingual

μετακλαίω και αττ. τ. μετακλάω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) κλαίω κατόπιν ή όταν είναι πια αργά
2. θρηνώ, παραπονιέμαι για κάτι εκ τών υστέρων, αποζητώ κάτι με θρήνους.

Greek Monotonic

μετακλαίω: μέλ. -κλαύσομαι, κλαίω κατόπιν εορτής ή πάρα πολύ αργά για να έχει αποτέλεσμα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θρηνώ αργότερα ή κατόπιν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μετακλαίω: тж. med. впоследствии сетовать, оплакивать (τὸν ἑαυτοῦ βίον Eur.): ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, ἐπεί κ᾽ ἀπὸ λαὸς ὄληται Hom. я думаю, что потом он (т. е. Ахилл) горько будет сетовать, когда погибнет войско.

Middle Liddell

fut. -κλαύσομαι
to weep afterwards or too late, Il.:—Mid. to lament after or next, Eur.