μαγεύς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mageu/s
|Beta Code=mageu/s
|Definition=έως, ὁ, (μάσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who kneads]], <span class="bibl">Poll.6.64</span>, Hsch. (pl. [[μαγῆες]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who wipes]], μαγῆα σπόγγον <span class="title">AP</span>6.306 (Aristo).</span>
|Definition=έως, ὁ, (μάσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who kneads]], <span class="bibl">Poll.6.64</span>, Hsch. (pl. [[μαγῆες]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who wipes]], μαγῆα σπόγγον <span class="title">AP</span>6.306 (Aristo).</span>
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
|lstext='''μᾰγεύς''': έως, ὁ, ([[μάσσω]]) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
}}
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγεύς Medium diacritics: μαγεύς Low diacritics: μαγεύς Capitals: ΜΑΓΕΥΣ
Transliteration A: mageús Transliteration B: mageus Transliteration C: mageys Beta Code: mageu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (μάσσω) A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες). II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.

Greek Monolingual

μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].

Greek Monotonic

μᾰγεύς: -έως, ὁ (μάσσω), αυτός που ζυμώνει ψωμί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγεύς: έως adj. m стирающий, вытирающий (σπόγγος Anth.).

Middle Liddell

μᾰγεύς, έως, μάσσω
one who wipes, Anth.