κηπίον: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1432.png Seite 1432]] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1432.png Seite 1432]] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κηπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῆπος]], Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν [[γήπεδον]] ἢ [[κηπάριον]] παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = [[κῆπος]] 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.
|lstext='''κηπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῆπος]], Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν [[γήπεδον]] ἢ [[κηπάριον]] παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = [[κῆπος]] 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπίον Medium diacritics: κηπίον Low diacritics: κηπίον Capitals: ΚΗΠΙΟΝ
Transliteration A: kēpíon Transliteration B: kēpion Transliteration C: kipion Beta Code: khpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of κῆπος, SIG46.15 (Halic., v B.C.), Plb.6.17.2, Gal.2.211, PSI1.77.18, etc.: metaph., A appendage, κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου Th.2.62. II = κῆπος ΙΙ, Luc.Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit jardin, fig. dépendance, accessoire;
2 sorte de coiffure.
Étymologie: κῆπος.

Greek (Liddell-Scott)

κηπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῆπος, Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν γήπεδονκηπάριον παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = κῆπος 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.

Greek Monolingual

κηπίον, τὸ (Α) κήπος
1. μικρός κήπος
2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να το καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό του σπιτιού («κηπίονἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.)
3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. κήπος («καὶ γὰρ οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κηπίον: τό, υποκορ. του κῆπος· περιβόλι, παρτέρι· μεταφ., συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).

Russian (Dvoretsky)

κηπίον: τό
1) садик Thuc., Polyb.;
2) «садик» (особый вид прически) Luc.

Middle Liddell

κηπίον, ου, τό,
Dim. of κῆπος: a parterre: metaph. a decoration, appendage, Thuc.