μεσήρης: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ες, poet. [[μεσσήρης]], in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι [[μεσσήρης]] Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ες, poet. [[μεσσήρης]], in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι [[μεσσήρης]] Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>poét.</i> [[μεσσήρης]];<br />ης, ες:<br />placé <i>litt.</i> ajusté au milieu.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], ἄρω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσήρης''': ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, [[μέσος]], Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8. | |lstext='''μεσήρης''': ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, [[μέσος]], Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
poet. μεσσ-, ες, in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.
German (Pape)
[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.
French (Bailly abrégé)
poét. μεσσήρης;
ης, ες:
placé litt. ajusté au milieu.
Étymologie: μέσος, ἄρω.
Greek (Liddell-Scott)
μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.
Greek Monolingual
μεσήρης και ποιητ. τ. μεσσήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίος («πρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσήρης: (*ἄρω), ποιητ. μεσσ-, - ες, στο μέσον, αυτός που βρίσκεται στη μέση, σε Ευρ.· Σείριος ἔτι μεσήρης, ο Σείριος βρίσκεται ακόμη στο μέσο του ουρανού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεσήρης: поэт. μεσσήρης 2 находящийся в середине (γαίας ἕδραι Eur.): Σείριος ἔτι μ. Eur. Сириус находится еще в середине своего пути.
Middle Liddell
[*ἄρω]
in the middle, midmost, Eur.; Σείριος ἔτι μ. Sirius is still in mid-heaven, Eur.