πάγκαρπος: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; [[χθών]], Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; [[δάφνη]], Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; [[γονή]], alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; [[χθών]], Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; [[δάφνη]], Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; [[γονή]], alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);<br /><b>2</b> fécond, fertile, couvert de baies (laurier).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[καρπός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάγκαρπος''': -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· [[πλούσιος]] εἰς παντοειδεῖς καρπούς, [[πλήρης]] καρπῶν, [[φυτόν]], χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) [[μεστός]], [[πλήρης]] καρποῦ, [[δάφνη]] Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[χαμαιλέων]], Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11. | |lstext='''πάγκαρπος''': -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· [[πλούσιος]] εἰς παντοειδεῖς καρπούς, [[πλήρης]] καρπῶν, [[φυτόν]], χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) [[μεστός]], [[πλήρης]] καρποῦ, [[δάφνη]] Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[χαμαιλέων]], Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A of all kinds of fruit, θύματα S.El.635; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax.371c: metaph., π. ἀοιδά AP4.1.1 (Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8. 2 covered with fruit, berried, δάφνη S.OT83. II as substantive, = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.
German (Pape)
[Seite 435] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; χθών, Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; δάφνη, Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; γονή, alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);
2 fécond, fertile, couvert de baies (laurier).
Étymologie: πᾶς, καρπός.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκαρπος: -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· πλούσιος εἰς παντοειδεῖς καρπούς, πλήρης καρπῶν, φυτόν, χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) μεστός, πλήρης καρποῦ, δάφνη Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα τοῦ φυτοῦ χαμαιλέων, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.
English (Slater)
πάγκαρπος, -ον with fruit of all kinds “οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)
Greek Monolingual
πάγκαρπος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών
2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)
3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)
4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγκαρπος
το φυτό χαμαιλέων μέλας
6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρπον
τίτλος βιβλίου
7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καρπός].
Greek Monotonic
πάγκαρπος: -ον, αυτός που προέρχεται από όλα τα είδη καρπών, πλούσιος σε καρπούς, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πάγκαρπος:
1) изобилующий всякими плодами (χθών Pind.);
2) сплошь покрытый плодами (δάφνη Soph.);
3) состоящий из всяких плодов (θύματα Soph.): π. γονή Plat. урожай всевозможных плодов;
4) словно состоящий из всевозможных плодов (ἀοιδή Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγκαρπος -ον [πᾶς, καρπός] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.
Middle Liddell
πάγ-καρπος, ον,
of all kinds of fruit, Soph.: rich in every fruit, rich in fruit, Pind.